Όσο περνάνε οι μέρες, ο εκβιασμός προς το λαό από την
πλευρά της κυβέρνησης θα εντείνεται, προκειμένου να αποδεχτεί ως «θείο
δώρο» το νέο αντιλαϊκό σχέδιο συμφωνίας, την πρόταση δηλαδή που έχει ήδη
καταθέσει προς τους εταίρους της ενισχυμένη με μερικά επιπλέον
αντιλαϊκά μέτρα. Ολους αυτούς τους μήνες, ζούμε μια διαδικασία
συστηματικής συμπίεσης ακόμα πιο κάτω των απαιτήσεων και των προσδοκιών
της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Ηδη από την
προεκλογική περίοδο, ο ΣΥΡΙΖΑ δούλεψε συστηματικά, ώστε οι εργαζόμενοι
και τα φτωχά - λαϊκά στρώματα να φτάσουν στις κάλπες με τη λογική του
μικρότερου κακού, με αποψιλωμένες απαιτήσεις, προσαρμοσμένες στις
δυνατότητες μιας διαπραγμάτευσης, που θα γινόταν με
στόχο την ανάκαμψη
των κερδών του κεφαλαίου παρ' όλο που αυτό κρυβόταν τεχνηέντως πίσω από
εύηχα συνθήματα. Ταυτόχρονα περιόριζε τις όποιες προσδοκίες των
εργαζομένων στα λίγα ψίχουλα που υπήρχαν στο Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης.
Θυμίζουμε ότι τότε από τα προπαγανδιστικά επιτελεία του ΣΥΡΙΖΑ
διακινούνταν η εικόνα του εργαζόμενου που έλεγε στον Τσίπρα: «Ένα να
κάνεις απ' αυτά που υπόσχεσαι εγώ θα σε ψηφίσω». Ενώ η κύρια
προπαγανδιστική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι η κυβέρνησή του θα βάλει
φρένο στην αντιλαϊκή «μνημονιακή» πολιτική, στο λεγόμενο μέιλ Χαρδούβελη
κ.λπ.
Ήδη από τις πρώτες μέρες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ
ξεκίνησε αργά αλλά συστηματικά η προσαρμογή της προπαγάνδας στις
μετεκλογικές ανάγκες στήριξης της κυβερνητικής διαπραγμάτευσης με τους
εταίρους της. Έτσι, ξεκίνησαν τα γνωστά «βαφτίσια»: Η τρόικα έγιναν
θεσμοί και Brussels Group, η λιτότητα ονομάστηκε «λιτός βίος», η
παράταση της δανειακής σύμβασης και του μνημονίου ονομάστηκε «συμφωνία
της 20ής Φλεβάρη» κ.λπ. Ο λαός κλήθηκε, ακόμα και με μαζικές
διαδηλώσεις, να γίνει ντεκόρ μιας διαπραγμάτευσης που είχε ως «κόκκινες
γραμμές» τις απαιτήσεις του κεφαλαίου για χρηματοδότηση των επενδυτικών
του σχεδίων, για στήριξη της ανάκαμψης της κερδοφορίας του. Τα πρώτα
νομοθετήματα της κυβέρνησης βρέθηκαν ακόμα πιο πίσω και από αυτά τα
ψίχουλα που υποσχόταν προεκλογικά, αξιοποιώντας στην πραγματικότητα
νόμους και διατάξεις που είχαν ψηφίσει οι προηγούμενοι με βασικό
στοιχείο τους το ξαναμοίρασμα της φτώχειας. Υστερα ήρθε το «χέρι» στα
αποθεματικά οργανισμών του Δημοσίου σε συνδυασμό με τις προκλητικές
φοροαπαλλαγές προς το κεφάλαιο, υπενθυμίζοντας ότι το κύριο «μενού» του
προγράμματος της Θεσσαλονίκης, που κρύφτηκε καλά πίσω από «φιλολαϊκές»
ασάφειες, περιλάμβανε διευκολύνσεις και δεσμεύσεις για το κεφάλαιο. Ενώ
οι όποιες υποσχέσεις για ανάκτηση απωλειών για ορισμένες κατηγορίες
εργαζομένων και συνταξιούχων (π.χ. 751 ευρώ κατώτατος μισθός, 13η
σύνταξη για χαμηλοσυνταξιούχους κ.λπ.), που ήταν δήθεν
«αδιαπραγμάτευτες», παραπέμφθηκαν στις ελληνικές καλένδες. Ο λαός έμαθε
ότι «η κυβέρνηση έχει μπροστά της μια τετραετία και εφόσον πάει καλά η
διαπραγμάτευση και εφόσον συμφωνήσουν και οι κοινωνικοί εταίροι (βλ.
εργοδοσία) τότε βλέπουμε...». Ήρθε μετά ένας ακόμα «κοινωνικός
διάλογος», όπου η εργοδοσία παρουσίασε τις αντεργατικές απαιτήσεις της!
Το επιχείρημα, βεβαίως, συνέχιζε να είναι ότι «ακόμα και αν δεν μπορούμε
να ανακουφίσουμε το λαό, τουλάχιστον δεν προχωράμε σε νέα μέτρα, όπως
θα έκαναν οι προηγούμενοι», συνηθίζοντας στην πραγματικότητα το λαό να
θεωρεί δεδομένα και παγιωμένα όσα αντιλαϊκά μέτρα πάρθηκαν τα
προηγούμενα χρόνια.
Πριν προλάβει ο λαός να συνειδητοποιήσει πως ανάκτηση
όλων όσα έχασε στην κρίση δεν θα δει ούτε στη δευτέρα παρουσία, ήρθε
και η κορύφωση των προηγούμενων ημερών. Προβάλλοντας ως μπαμπούλα το
πράγματι αντιλαϊκό σχέδιο προτάσεων των δανειστών, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ
- ΑΝΕΛ καλεί το λαό να αποδεχτεί και να στηρίξει το δικό της αντιλαϊκό
σχέδιο, το οποίο πάνω στα προηγούμενα αντιλαϊκά μέτρα φορτώνει και
καινούργια! Το επιχείρημα είναι τώρα: «Να κάνει υπομονή ο λαός, θα
έρθουν δύσκολα μέτρα, αλλά όχι σαν αυτά που μας ζητούσαν - λες και αυτό
έχει καμιά σημασία - μέχρι να έρθει η μεγάλη συμφωνία και η ανάκαμψη»!
Η λογική, λοιπόν, του μικρότερου κακού και η απαίτηση
ο λαός να συμβιβαστεί με ακόμα λιγότερα δεν έχουν τέρμα! Το ζήτημα για
το λαό είναι να περάσει στην αντεπίθεση, να αξιοποιήσει το σημερινό
αγωνιστικό ραντεβού των σωματείων και φορέων σε πάνω από 60 πόλεις της
χώρας, να οργανώσει την κλιμάκωση της πάλης του.