Κυριακή 13 Αυγούστου 2017

Γυάρος:Μια φυλακή που χτίστηκε από τους ίδιους τους κρατούμενους


Αποσπάσματα από το βιβλίο «Απαγορεύεται» του Αντρέα Νενεδάκη (3ο μέρος)

Βρισκόμαστε ήδη στο 1948, η ένοπλη πάλη του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας περνά στις κορυφαίες στιγμές της. Η αστική τάξη λυσσομανά, αδειάζει πόλεις και χωριά από κάθέναν που θεωρεί πως με οποιονδήποτε τρόπο είναι δυνάμει υποστηρικτής της πάλης του ΔΣΕ. Δίπλα στη Μακρόνησο και τους άλλους τόπους εξορίας έχει στηθεί ήδη από το 1947 η φυλακή της Γυάρου. Μια φυλακή που την έχτισαν με τα ίδια τους τα χέρια οι κρατούμενοι, αρκετοί απ' αυτούς δεν έφυγαν ποτέ απ' το νησί, πύκνωσαν το «δάσος», όπως ονόμαζαν οι βασανιστές τους το νεκροταφείο. Ο «Ριζοσπάστης» συνεχίζει σήμερα την παράθεση αποσπασμάτων από το ημερολόγιο φυλακής που κρατούσε ο Αντρέας Νενεδάκης και κυκλοφόρησε υπό τον τίτλο «Απαγορεύεται» από την «Σύγχρονη Εποχή».
10-1-48
Στη μέση του χειμώνα ήρθε ένα φοβερό νέο: Πάλι αλλάζουν τις σκηνές. Αυτές που είχαμε ήταν τετράγωνες, της Λιβύης, όπως τις λέγαμε. Οι καινούργιες είναι αμερικανικές 5x5. Πρέπει να χαλαστούν όλες οι παλιές, να γκρεμίσουμε τα πεζούλια που κοιμούμαστε, ν' αλλάξουμε τους διαδρόμους, να ξαναφτιάσουμε καινούργιες βάσεις, γιατί το σχήμα τους και ο τρόπος που θα στηθούν είναι διαφορετικός. Ολες σκίζονται σα χαρτιά και με το παραμικρό φύσημα ανοίγουνται ρωγμές, που άδικα προσπαθούμε να τις κλείσουμε με πανιά, με κουβέρτες και με ραψίματα.
«Αποψη στρατοπέδου της Γυάρου», έργο του Γ. Φαρσακίδη
Υστερα ο Γλάστρας στοιβάζει είκοσι εφτά κρατούμενους στην καθεμιά - άρρωστοι, γεροί, χτυπημένοι, ανάπηροι κοιμούνται κολλητά ο ένας δίπλα στον άλλον, το γύρισμα από το άλλο πλευρό γίνεται ομαδικά. Αναπνέουμε την ανάσα ο ένας του άλλου, οι αιμοπτύσεις γίνονται στο ίδιο μαξιλάρι και οι πληγές από συρίγγια, από χτυπήματα είναι αφορμή να μην μπορεί κανείς ν' αγγίξει τον άλλον - για να μην τον χτυπήσει - και δεν μπορεί μήτε ν' αναπνέει, γιατί οι πληγές μυρίζουν.


30-1-48

Ολοι έχουν αλλάξει το λίγο διάστημα που έχουμε στη Γιούρα. Θα 'ναι έξι μήνες που 'ρθαν οι πρώτοι και νομίζουν πως έχουν περάσει έξι χρόνια· τα μαλλιά τους έχουν ασπρίσει, είναι αδύνατοι, ξεροί και σπάνια γελούν - έπειτα κι αυτό απαγορεύεται. Αν είναι μπροστά φύλακες και γελάσει κανείς, αλίμονό του. Σιγά - σιγά έχουν χάσει και την αίσθηση του πραγματικά κωμικού - το μέτρο στη Γιούρα είναι αλλιώτικο. Οταν σκεφτείς όπως σκεφτόσουν μακριά από τη φυλακή, δεν μπορείς να γελάσεις για πράγματα που γελάς εδώ. Ομως, το γέλιο μιας στιγμής το πλερώνεις με μέρες πόνου.
5-2-48
Θα χτιστούν μεγάλα κτήρια - φυλακές, θα χτιστούν μεγάλες αποθήκες, θα γίνουν ξενοδοχεία, σπίτια, πλατείες - θ' αλλάξουν την όψη της Γιούρας...
Τώρα ισοπεδώνεται το βουνό που 'ναι ανάμεσα στον Τέταρτο και στον Πέμπτο όρμο - εκεί θα χτιστεί η φυλακή. Το κάτεργο πρέπει να 'χει μεγάλη πλατεία τριγύρω - και το βουνό είναι κατηφορικό με πελώριους βράχους, πάνω από δέκα κι αλλού δεκαπέντε μέτρα ύψος είναι η σκληρή πέτρα που πρέπει να φαγωθεί σε μια έκταση πενήντα ή εκατό χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα - πόσα θα 'ναι κανείς δεν ξέρει. Θα φαγωθεί το βουνό - αυτό ξέρουμε μόνο - και όταν το πετάξουμε στη θάλασσα, τότες θ' αρχίσει το χτίσιμο. Και βιάζουνται πολύ.
Κάθε μέρα πέντε - έξι χιλιάδες κρατούμενοι σκάβουν χωρίς σταματημό. Τα πιστολέτα κατατρυπούν, τα φουρνέλα τινάζουν, οι λοστοί με τα σφυριά ανεβοκατεβαίνουν, οι «αλυσίδες» με την πέτρα στον ώμο, τα φτυάρια, οι αξίνες δεν ησυχάζουν. Πάνω από κάθε ομάδα είναι ένας φύλακας, ένας «επιστάτης», ένα «τσακάλι», ο βούρδουλας δε σταματά - έτσι, για να μην ξεχνιέται - οι τιμωρίες εκτελούνται επιτόπου, ο Στράτος αλωνίζει από το πρωί ως το βράδυ και ο Γλάστρας κάθε λίγο κάνει την εμφάνισή του.
Από τα ξημερώματα ως το βράδυ πάνω στο βουνό, που θα γίνει πλατεία, χιλιάδες κρατούμενοι φτύνουν αίμα, χτυπιούνται και σκοτώνονται κάθε λεφτό.
25-2-48
Είσαι ή δεν είσαι γραμματισμένος, μόλις έτσι να φαίνεσαι πως μιλάς ή πως ξέρεις να μιλάς χαρακτηρίζεσαι «στέλεχος», «στρούκτορας» ή «γραμματέας». Αυτό θα πει πως πρέπει να 'χεις έτοιμο τον μπόγο σου για τον Τρίτο όρμο, αν δεν περάσεις πρώτα από το τακούνι του Γλάστρα. Εχει μεγάλη αδυναμία, όπως όλοι, στα «στελέχη», αγωνίζεται ν' ανακαλύψει κανένα κι αυτός και όλοι οι συνεργοί του. Τέτοιο κυνηγητό δεν έγινε ποτές· τα «τσακάλια» κρυφακούουν, οι φύλακες παραφυλάουν και ο ίδιος ο Γλάστρας, με την κουβέντα, με την εκδήλωση που θα «εντοπίσει» σε μια συζήτηση, νομίζει πως έπιασε τον αρχηγό ή το στέλεχος που κατευθύνει τη ζωή των κρατούμενων.
Δεν έχουνε καταλάβει πως η συμπεριφορά τους, η ζωή η ίδια στο κάτεργο έχουν αναδείξει όλους τους κρατούμενους σε στελέχη, αρχηγούς και τα υπόλοιπα. Κάθε αντίσταση σιωπηλή, κάθε ενέργεια παθητική, κάθε είδους εκδήλωση που εμποδίζει τα σχέδιά τους έχει βγει από κρατούμενους που δεν ήταν ποτές τους «στελέχη» και που διδάχτηκαν μέσα στη φυλακή τόσα όσα δεν μπορούσαν να μάθουν σε όλη τους τη ζωή. Μέσα στις σκηνές, στην αγγαρεία, στο κυνηγητό και στις σχέσεις που έχουν με τους φύλακες, με τους «επιστάτες» και με τον Γλάστρα έχουν αποκτήσει την πείρα που χρειάζεται για ν' αντιμετωπίσουν όποια κατάσταση παρουσιάζεται. Δεν μπορούν να καταλάβουν πώς είναι δυνατόν, ύστερα από τις τελευταίες «αποστελεχώσεις» που έγιναν και που πέρασαν με το κόσκινο όλους τους όρμους, να εξακολουθούν οι κρατούμενοι να 'χουν την ίδια τακτική, την ίδια αντοχή και την ίδια απόφαση. Δεν μπορούν να καταλάβουν πως όσους και να διώξουν στον Τρίτο όρμο, πάντα κάποιος θα μείνει, πως και να μην το ήθελαν οι κρατούμενοι, η ζωή που έχει δημιουργηθεί στη φυλακή τους αναγκάζει να παίζουν όλοι το ρόλο του γραμματέα, να είναι όλοι «στελέχη», να είναι όλοι «υπεύθυνοι» - πάντα αντικαταστάτης είναι ο επόμενος.
30-3-48
Αυτόν το μήνα ήρθαν περισσότεροι από δυο χιλιάδες κρατούμενοι: Από τα Τρίκαλα εκατόν εβδομήντα, από την Αθήνα εκατό, από την Ακροναυπλία και το Μεσολόγγι εκατόν δεκατέσσερις, από τη Θήβα εξήντα οχτώ, από τη Μακρόνησο και Αβέρωφ εκατόν οχτώ, με το αρματαγωγό εξακόσιοι δεκαεννέα, από τη Θεσσαλονίκη διακόσιοι είκοσι οχτώ, από την Αίγινα τριακόσιοι εξήντα εφτά, από άλλες φυλακές της Πελοποννήσου εκατόν πενήντα και πολλοί άλλοι με το καΐκι της φυλακής από τη Σύρα.
Μαζεύεται κόσμος, κάθε μέρα και πληθαίνουμε. Ο Γλάστρας λέει πως θα 'ρθουν να προσκυνήσουν στη Γιούρα οι μισοί κάτοικοι της Ελλάδας. Γι' αυτόν όλοι αυτοί δεν είναι Ελληνες - και μπορεί να 'χει και δίκιο, ποιος ξέρει. Εδώ πάντως τον πιστεύουν πολλοί - δηλαδή όλοι οι ποινικοί, οι δωσίλογοι, οι φύλακες και οι χωροφύλακες.
6-4-48
«Στον όρμο της σιωπής», «στον τάφο των ζωντανών», «στον όρμο των μαρτυρίων», όπως ακούγεται ο Πέμπτος όρμος, τώρα βασιλιάς και κύριος είναι ο Στράτος. Πρώτη του δουλειά είναι να χτίσει τον τεκέ - το σπίτι του Στράτου, που χτίζεται από τους κρατούμενους σε δυο μέρες και να μπει μέσα να σκεπάσει τα νυχτερινά γλέντια της παρέας, που αρχίζουν με το χασίσι, τον μπαγλαμά και την ομοφυλοφιλία και τελειώνουν πάνω στις πλάτες και στα κεφάλια των κρατούμενων.
Το μαστούρωμα δεν είναι μόνο από το χασίς, είναι από το μεθύσι που πιάνει τα αφρισμένα θεριά όταν τ' αφήνουν ελεύθερα να ξεσκίσουν σάρκες και ν' αναπαυτούν μόνο όταν χορτάσουν. Με τη διαφορά πως ο Στράτος δε χορταίνει.
Στον Πέμπτο μαζεύτηκαν όλοι οι φύλακες που είναι άξιοι του Στράτου και μαζί τους οι «επιστάτες» και τα πιο άγρια «τσακάλια» της φυλακής - ο Λεούσης, ο Μέξης, ο Βιτάλης και ο Γαρμπής, Χίτες, ταγματαλήτες και κίναιδοι. Ο Γαρμπής είναι... γιατρός, εργολάβος, κτηνίατρος, γεωπόνος και ό,τι άλλο του 'ρχεται βολικό. Αυτός είναι και ο «τεχνικός» - αν και «καλύπτει» κι άλλες ειδικότητες που είναι απαραίτητες στον Στράτο. Ο Μεταξάς τους έχει για πρωτοπαλίκαρα και «επιστάτες» στο «έργο».
30-4-48
Αυτός που κανονίζει και που πραγματικά διευθύνει τώρα τη φυλακή είναι ο Μεταξάς. Τα κέρδη του είναι τέτοια, που δεν τον νοιάζει τίποτα, είναι ικανός να πνίξει στο αίμα τη Γιούρα, αλλά να τελειώσει το «έργο». Εχει γενικό διευθυντή το Λευκορώσο Σίμαση.
Ο Συμεών Σίμασης, συνεργάτης των Γερμανών, διερμηνέας τους, μ' ένα σωρό καταδόσεις Ελλήνων και Αγγλων αιχμαλώτων, φρενοβλαβής, ο πιο γλοιώδης σπιούνος από τους κρατούμενους «επιστάτες». Υπαρχηγοί οι κρατούμενοι Φωκάς, Καλιός, ο Μιχάλης Λεούσης, Αντ. Καραβιώτης, ο Παναγόπουλος, ο Βουρούδης, υπάλληλος της Τεχνικής Υπηρεσίας, και άλλοι.
Ο Χρήστος Φωκάς σε όλη την Κατοχή ήταν φονιάς στα Τάγματα του Πούλου, πήρε μέρος στη σφαγή της Κρύας Βρύσης στα Γιαννιτσά. Στη Γιούρα είναι «επιστάτης», βασανιστής, μέλος της «αστυνομίας» του Στράτου.
Ο Κων. Καλιός υπηρέτησε στην Κατοχή στα Τάγματα Ασφαλείας και κατηγορείται για πολλούς φόνους. Στη Γιούρα βασανίζει τους κρατούμενους, στο «έργο» είναι «αστυνόμος» που φρουρεί την πόρτα του όρμου. Είναι ολότρελος και κάνει μεγάλη προσπάθεια να ξεπεράσει όλους τους άλλους «επιστάτες».
17-6-48
Στη χαράδρα του Πρώτου όρμου πάνω από τα τελευταία πηγάδια και κοντά στο «μαύρο σπίτι» του Γλάστρα χτίστηκε άλλο πειθαρχείο. Το πειθαρχείο είναι χτιστό, 3x2, εκεί μπαίνουν όσοι είναι για πεθαμό.
Πρώτα, όμως, θα πρέπει να 'χουν περάσει από τη χαράδρα και από τη συκιά. Η συκιά είναι η τελευταία του έμπνευση: Εκεί κρεμά από τους αγκώνες - ως την ώρα - νύχτες ολόκληρες τους κρατούμενους του πειθαρχείου και τους δέρνει κρεμασμένους ώσπου να παραλύσουν. Σε πολλούς δε χρειάζεται καθόλου μήτε το φαΐ, μήτε το νερό γιατί είναι αναίσθητοι και σπάνια ξαναγυρίζουν στη σκηνή τους ή στον όρμο που έμεναν.
Οι περισσότεροι φεύγουν για τη Σύρα με το φορείο, για ν' ακουστεί ύστερα από λίγο από τους καϊξήδες πως δεν έφτασε στο νοσοκομείο ή πως τον πήγαν την άλλη μέρα στο... «δάσος».