Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2015

Εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ

Το «ζουμί» που κρυβόταν πίσω από τους τίτλους...

Με άλλο τρόπο παρουσίαζε το πρόγραμμά του στο κεφάλαιο και με άλλο στο λαό για να αρπάξει την ψήφο του

Με προπαγανδιστικό μοχλό τη «διαπραγμάτευση», που θα της λύσει τάχα τα χέρια για να απαλλάξει το λαό από τα μνημόνια, η κυβέρνηση επιχειρεί να δείξει συνέπεια στις εξαγγελίες της και κυρίως στο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, που διά της διολισθήσεως μετατράπηκε ήδη στο άπαν της «αριστερής διακυβέρνησης».

Το πρόγραμμα αυτό, η κυβέρνηση το απηύθυνε προεκλογικά με διαφορετικό τρόπο στο λαό και στο κεφάλαιο. Στους εργαζόμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα το παρουσίασε με τίτλους και συνθήματα που, με δοσμένες τις χαμηλές προσδοκίες, δημιούργησαν ελπίδες για μερική έστω ανακούφιση από τις απώλειες της κρίσης. Με τον τρόπο αυτόν, ο ΣΥΡΙΖΑ «έκλεψε» ψήφους από τα λαϊκά στρώματα που υποφέρουν.
Το ίδιο πρόγραμμα, όμως, το περιέφερε στα φόρα των εργοδοτικών ενώσεων και το παρουσίασε με κάθε λεπτομέρεια, ώστε να πειστούν για τις αγνές προθέσεις του. Κάτω από τις εύηχες επικεφαλίδες, το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης προέβλεπε ψίχουλα για το λαό και νέα προνόμια στο κεφάλαιο. Αυτό απέδειξαν οι πρώτες συναντήσεις συνδικάτων και κυβερνητικών στελεχών αλλά και οι πρώτες δηλώσεις υπουργών.
Η προεκλογική ρητορική, πάντως, συντηρείται και τις πρώτες μέρες μετά τις εκλογές. Κυβερνητικοί παράγοντες διογκώνουν τη σημασία ορισμένων επιμέρους εξαγγελιών και επιχειρούν να τις ταυτίσουν με την «κατάργηση του μνημονίου», ενώ, την ίδια στιγμή, είτε δεν τοποθετούνται ρητά για το τι θα κάνουν με το σύνολο των αντιλαϊκών νόμων που έριξαν στον Καιάδα εκατομμύρια εργαζόμενους είτε τους παραπέμπουν στις ελληνικές καλένδες.
Το παράδειγμα του κατώτατου μισθού
Η αρχή έγινε με το ζήτημα της «επαναφοράς του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ», που ήταν μια από τις αιχμές της προεκλογικής προπαγάνδας του ΣΥΡΙΖΑ. Η, σκόπιμα, θολή και διττή εξαγγελία από τη Θεσσαλονίκη, βοήθησε τον ΣΥΡΙΖΑ να ψαρέψει σε θολά νερά, να παγιδέψει εργαζόμενους που θεώρησαν ότι, αμέσως μετά τις εκλογές, με ένα νόμο, ο κατώτερος μισθός θα επανέλθει στα 751 ευρώ.
Ακριβώς η ίδια διατύπωση του επιτρέπει σήμερα να απαγκιστρωθεί βήμα - βήμα από την εξαγγελία του αυτή και, ταυτόχρονα, να προσποιείται ότι δεν υποχωρεί στο ελάχιστο απ' όσα έταζε προεκλογικά. Παρόλα αυτά, η στροφή ξεκίνησε με πρωταγωνιστή τον ίδιο τον υπουργό Εργασίας.
Ετσι, μέσα σε δύο εβδομάδες από τις εκλογές, γίνεται φανερό αυτό για το οποίο το ΚΚΕ και ο «Ριζοσπάστης» προειδοποιούσαν: Οτι δηλαδή η εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ για τα 751, δεν οδηγεί ούτε άμεσα, ούτε δεσμευτικά σε αποκατάσταση του κατώτατου μισθού στο ύψος που ίσχυε μέχρι το 2012.
Συγκεκριμένα, από τις δηλώσεις του υπουργού Εργασίας, Π. Σκουρλέτη, όλες τις προηγούμενες μέρες γίνεται φανερό ότι ο γενικός προεκλογικός τίτλος του ΣΥΡΙΖΑ «επαναφορά του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ» σημαίνει:
  • Πρώτον, ότι το ύψος του νέου κατώτατου μισθού θα προκύψει μέσα από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις των εργοδοτικών ενώσεων και της ΓΣΕΕ. Το μόνο που θα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι να καταργήσει την ΠΥΣ 6/2012 που απαγορεύει τις διαπραγματεύσεις για τα μισθολογικά.
  • Δεύτερον, ότι η κυβέρνηση σκοπεύει να εξασφαλίσει ισχυρά «αντίδωρα» στους εργοδότες (όπως φορολογικές διευκολύνσεις, ρύθμιση χρεών κλπ.), ώστε να κάνουν αποδεκτή στις διαπραγματεύσεις μια σχετική αύξηση του κατώτατου μισθού.
  • Τρίτον, ότι ο ορίζοντας εφαρμογής της ρύθμισης για το νέο κατώτατο μισθό επεκτείνεται από την κυβέρνηση μέχρι το τέλος του 2015, προκειμένου πρώτα να συζητηθούν και να νομοθετηθούν τα αντισταθμιστικά μέτρα για το κεφάλαιο!
Επιβεβαιώνεται, πάντως, ότι οι εργοδότες είχαν πλήρη εικόνα για το τι πραγματικά σημαίνει η συγκεκριμένη εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ. Γι' αυτό, λίγες μόλις μέρες μετά τις εκλογές, η ΕΣΕΕ χαιρέτισε την πρόταση για επαναφορά του κατώτατου μισθού, ζητώντας για «αντάλλαγμα» την παραπέρα απαλλαγή των επιχειρήσεων από τις εργοδοτικές εισφορές και την επιδότηση του μισθού...
Κάτω από το χαλί η εργασιακή ζούγκλα
Την ίδια στιγμή, παραμένει στο απυρόβλητο όλο το αντεργατικό οικοδόμημα που εγκαθιδρύθηκε από την εποχή του Μάαστριχτ και ακόμα νωρίτερα, ως αποτέλεσμα των οδηγιών της ΕΕ, και το οποίο, στις συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης, μετέτρεψε την αγορά εργασίας σε πραγματική ζούγκλα, καθηλώνοντας μεγάλο μέρος των μισθών στα 200 και 300 ευρώ.
Ετσι, τη λεγόμενη «ευελφάλεια», με τις προσωρινές και κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας, το αίσχος της ενοικίασης των εργαζομένων και των «δουλεμπορικών», τη μερική και εκ περιτροπής απασχόληση, που τσακίζουν ειδικά τους νέους και τις γυναίκες, η συγκυβέρνηση τα βάζει κάτω από το χαλί, αν και τα κατάγγελνε μεγαλόφωνα όταν ήταν στην αντιπολίτευση.
Και όμως, πάνω από τις μισές νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται τα τελευταία χρόνια, όπως δείχνουν και τα επίσημα στοιχεία, είναι θέσεις μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης, που δεν εξασφαλίζουν ούτε τα στοιχειώδη για τους εργαζόμενους και τις οικογένειές τους.
Για όλα αυτά, η κυβέρνηση δεν τηρεί απλά «σιγή ιχθύος» αλλά ετοιμάζεται να ανανεώσει τα προγράμματα της υποαπασχόλησης και της βραχύβιας απασχόλησης, με τα οποία όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις και η ΕΕ προσπαθούσαν να συγκαλύψουν την πραγματική ανεργία.
Για παράδειγμα, η αναπληρωτής υπουργός για την καταπολέμηση της ανεργίας, Ράνια Αντωνοπούλου, επικέντρωσε στα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας και το διαφορετικό που πρότεινε είναι να επεκταθούν από τους πέντε μήνες στους εννέα έως έντεκα και η αμοιβή να ακολουθήσει την αύξηση του κατώτατου μισθού, όταν και αν αυτή υπάρξει, «μετά τη συμφωνία των κοινωνικών εταίρων», όπως είπε.
Δηλαδή, οι «300.000 νέες θέσεις εργασίας σταδιακά και σε βάθος δύο ετών», που υποσχόταν η κυβέρνηση, δεν είναι σταθερής και μόνιμης δουλειάς αλλά μια βελτιωμένη έκδοση της σημερινής αθλιότητας που ζουν χιλιάδες μισοάνεργοι νέοι.
Ιδια τακτική και στο Ασφαλιστικό
Ανάλογη τακτική ακολουθείται από τη νέα συγκυβέρνηση και στο κεφαλαιώδες ζήτημα της Κοινωνικής Ασφάλισης. Εκεί, ο αρμόδιος αναπληρωτής υπουργός, Δ. Στρατούλης, με στόμφο διακήρυξε ότι δε θα εφαρμοστεί το «mail Χαρδούβελη». Με τον τρόπο αυτόν, η νέα ηγεσία επιχειρεί να συμπιέσει τις προσδοκίες των λαϊκών στρωμάτων, να τα συμβιβάσει με τις σημερινές άθλιες συντάξεις και τα πετσοκομμένα ασφαλιστικά δικαιώματα, να τους εθίσει στην επικίνδυνη αντίληψη ότι πρέπει να είναι ευχαριστημένοι γιατί δε θα έχουμε νέα μέτρα, πάνω σ' αυτά που τους έχουν χαντακώσει.
Μακριά από την κυβέρνηση κάθε σκέψη για αποκατάσταση των απωλειών, πέρα από το τέχνασμα της επαναφοράς της 13ης σύνταξης για όσους φυτοζωούν με λιγότερα από 700 ευρώ το μήνα. Ειδικά για την αναπλήρωση των απωλειών στο εισόδημα των συνταξιούχων, ο Δ. Στρατούλης είπε σε συνέντευξη ότι αυτή «θα γίνει σταδιακά και με βάση τους αριθμούς ανάκαμψης της οικονομίας». Δηλαδή, πέρα απ' όλα τα άλλα, οι συνταξιούχοι θα πρέπει να παρακαλάνε να «πάει καλά η οικονομία», μπας και πάρουν καμιά αύξηση στις συντάξεις που έχουν πετσοκοπεί!
Σημειώνουμε εδώ και μια ακόμη παράμετρο: Η οικονομία δεν μπορεί να «πηγαίνει καλά» και για το κεφάλαιο και για το λαό. Που σημαίνει ότι, ακόμα και όταν υπάρξει ανάκαμψη, οι όποιες αυξήσεις θα είναι παρωχημένες, είτε συγκριθούν με τις επείγουσες είτε με τις σύγχρονες και διευρυμένες ανάγκες.
Διάσταση ανάμεσα στα συνθήματα και στην ουσία
Η διάσταση ανάμεσα στους τίτλους και στην ουσία, σε ό,τι αφορά το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, φαίνεται μετεκλογικά και στα εξής ζητήματα:
  • Στο Δημόσιο, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και οι δυνάμεις τους στο κίνημα καλλιεργούσαν προσδοκίες ότι θα ανακληθούν οι απολύσεις και θα αποκατασταθούν οι μισθοί. Αυτό που τώρα ετοιμάζεται να υλοποιήσει η κυβέρνηση, είναι η επαναπρόσληψη όσων έχασαν τη δουλειά τους μετά από τη λήξη της διαθεσιμότητας. Ακόμα όμως και αυτές οι επαναπροσλήψεις θα αφαιρεθούν από τις 15.000 προσλήψεις που προβλέπονται από το («μνημονιακό») προϋπολογισμό του 2015 και οι οποίες προϋποθέτουν να γίνουν 15.000 αποχωρήσεις. Για αυξήσεις στους πετσοκομμένους μισθούς, ο νέος υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης, Γ. Κατρούγκαλος, ανακοίνωσε στην ΑΔΕΔΥ ότι δεν πρόκειται να δώσει φράγκο...
  • Στις τράπεζες, ο ΣΥΡΙΖΑ προπαγάνδιζε την «εθνικοποίηση» καλλιεργώντας προσδοκίες ότι μετεκλογικά θα γίνονταν μοχλός για την άσκηση φιλολαϊκής πολιτικής, ιδιαίτερα για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και τους μικρούς επιχειρηματίες. Οπως αποδείχτηκε, ο τίτλος της «εθνικοποίησης» μεταφραζόταν στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ σε αλλαγή των διοικήσεων, σε συνεννόηση με τους ιδιώτες μετόχους, προκειμένου να αποτυπωθεί στα διοικητικά συμβούλια η πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου στο μετοχολόγιο των τραπεζών, μετά από την ανακεφαλαιοποίηση. Αυτές οι ρυθμίσεις, βέβαια, σε τίποτα δεν αλλάζουν το ρόλο των τραπεζών στο καπιταλιστικό σύστημα.
  • Σε ό,τι αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, ο τίτλος στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ έγραφε «σταμάτημα του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων» και «δημόσιος έλεγχος» σε ΔΕΗ, λιμάνια και αλλού. Οσοι πίστεψαν ότι αυτό μεταφράζεται σε εγγύηση ότι τα δικαιώματα των εργαζόμενων σ' αυτές τις επιχειρήσεις δε θα κατρακυλήσουν άλλο και ότι η κυβέρνηση θα ασκούσε φιλολαϊκή πολιτική, διατηρώντας την πλειοψηφία των μετοχών, διαψεύδονται ήδη από τις εξελίξεις. Τώρα επιβεβαιώνεται πως το «πάγωμα» της διαδικασίας των ιδιωτικοποιήσεων σημαίνει δραστηριοποίηση του κεφαλαίου σ' αυτούς τους τομείς με άλλους τρόπους (ΣΔΙΤ, μακροχρόνιες παραχωρήσεις υπηρεσιών και υποδομών), με αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους και το λαό. Σε κάθε περίπτωση, το ΚΚΕ προειδοποιούσε και πριν τις εκλογές ότι ο κρατικός έλεγχος σε μια επιχείρηση δε σημαίνει και άσκηση πολιτικής υπέρ του λαού αλλά ενισχυμένο ρόλο του κράτους στο μοίρασμα της πίτας στους ιδιώτες. Αυτό θέλει να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ στο λιμάνι του Πειραιά, έχοντας στήριξη από ισχυρές μερίδες της πλουτοκρατίας.
Να μην περάσουν λογικές αναμονής
Ολα αυτά πρέπει να προβληματίσουν τους εργαζόμενους και το λαό. Χρειάζεται να δουν πίσω από τη σκόνη που σηκώνει σύσσωμο πλέον το αστικό πολιτικό σύστημα. Με γραμμή πάλης την ανάκτηση των απωλειών από την περίοδο της κρίσης, το ξήλωμα όλου του αντεργατικού - αντιλαϊκού πλαισίου και την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών, το κίνημα πρέπει να βγει μπροστά.
Να μην περάσουν λογικές αναμονής ή αυταπάτης πως το κεφάλαιο θα σταυρώσει τα χέρια και θα παραχωρήσει δικαιώματα και κατακτήσεις. Η αδράνεια, η καθυστέρηση δημιουργούν νέες υποχωρήσεις, νέες απώλειες, παγιώνονται η φτώχεια και η εξαθλίωση.