Σε άρθρο του στην εφημερίδα «Real News» ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δ. Κουτσούμπας, σημειώνει:
«Είναι ήδη στα σκαριά το νέο “μνημόνιο”, άσχετα με
την επίσημη ονομασία που θα φέρει εντός κι εκτός Ελλάδας. Βρισκόμαστε,
δηλαδή, μπροστά στην κατάληξη μιας νέας συμφωνίας της συγκυβέρνησης
ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με τους “εταίρους”, αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης που
είναι ακόμη σε εξέλιξη. Μια διαπραγμάτευση εντός των κανόνων της ΕΕ, που
είναι το “κοινό σπίτι” των ευρωπαϊκών
μονοπωλίων, τα οποία μπορεί να ανταγωνίζονται για τα κέρδη και τις ζημιές από την κρίση και τη διαχείριση του χρέους, αλλά απέναντι στους λαούς και τα δικαιώματά τους έχουν κοινή στάση, μόνιμα εχθρική.
μονοπωλίων, τα οποία μπορεί να ανταγωνίζονται για τα κέρδη και τις ζημιές από την κρίση και τη διαχείριση του χρέους, αλλά απέναντι στους λαούς και τα δικαιώματά τους έχουν κοινή στάση, μόνιμα εχθρική.
Βεβαίως, αυτή η συμφωνία δε θα ονομαστεί “μνημόνιο”,
που είναι αρνητικά φορτισμένος όρος. Όπως και ο μηχανισμός επιτήρησης δε
θα λέγεται “τρόικα”. Άλλωστε η ελληνική γλώσσα επιτρέπει στη νέα
κυβέρνηση να εμφανίσει τη νέα συμφωνία και τους μηχανισμούς επιτήρησης
ΕΕ - ΕΚΤ - ΔΝΤ, με άλλη ονομασία. Αυτό όμως που δε μπορεί να κάνει η
κυβέρνηση είναι να κρύψει τις αντιλαϊκές δεσμεύσεις αυτής της συμφωνίας,
μέσω ίσως μιας τεχνικής παράτασης του μνημονίου, με την ονομασία:
“πρόγραμμα - γέφυρα”. Κι αυτό άσχετα με την προπαγανδιστική
“ωραιοποίηση” των όρων που πιθανόν θα περιέχει.
Σ’ αυτές τις συνθήκες έχει πολύ μεγάλη σημασία να
κατανοηθεί ότι μια τέτοια διαπραγμάτευση -όσο περήφανη κι αν είναι- δε
μπορεί να έχει κατάληξη υπέρ του λαού. Υπάρχουν, πλέον, πολλά στοιχεία
που το αποδεικνύουν αυτό.
Η ανησυχία μας έγκειται σε αυτό που η κυβέρνηση
παραδέχεται, ότι δηλαδή η νέα συμφωνία θα περιέχει το 70% των μέτρων που
πάρθηκαν με το μνημόνιο και το υπόλοιπο θα καλυφτεί με ισοδύναμα μέτρα
διαρθρωτικού χαρακτήρα σε στενή συνεργασία με τον ΟΟΣΑ, όπως ήδη
ανακοινώθηκε, δηλαδή με έναν οικονομικό οργανισμό που σταθερά προτείνει
αντιλαϊκά μέτρα.
Φοβούμαστε ότι τέτοιες θα είναι και οι “σαρωτικές
μεταρρυθμίσεις” για τις οποίες μίλησε ο πρωθυπουργός, γιατί η απαίτηση
για ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας αυτό απαιτεί: το σάρωμα όσων
δικαιωμάτων έχουν απομείνει στην ασφάλιση και πρόνοια, στα λεγόμενα
“κλειστά” επαγγέλματα, στο δημόσιο τομέα και ειδικά στην εκπαίδευση, με
την περιβόητη αξιολόγηση. Απαιτεί νέους φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς,
όχι για το μεγάλο κεφάλαιο, που νόμιμα φοροδιαφεύγει, αλλά για τους
μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους που θα πληρώσουν από την τσέπη τους τα
όποια ψίχουλα δοθούν στην ακραία φτώχεια.
Ακόμη κι αυτό το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, που από
πρόγραμμα 100 ημερών έγινε πρόγραμμα 4ετίας και που σε κάθε περίπτωση
μόνο ψίχουλα έδινε στην πιο ακραία φτώχεια, παρουσιάστηκε στις
προγραμματικές δηλώσεις “κουτσουρεμένο”, με μέτρα, όπως η επαναφορά του
κατώτατου μισθού και η αύξηση του αφορολογήτου, να μετατίθενται για το
μέλλον.
Η πιο μεγάλη απόδειξη, όμως, για το ότι η
διαπραγμάτευση διεξάγεται σ’ ένα αντιλαϊκό στρατόπεδο, αποτελεί η
ταύτιση της κυβέρνησης με χώρες, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και πάνω από
όλα οι ΗΠΑ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, που μπορεί για τα δικά τους
συμφέροντα να πιέζουν τη Γερμανία, όμως απέναντι στους λαούς ακολουθούν
την ίδια σκληρή πολιτική. Και ο ελληνικός λαός δε θα πρέπει να πέσει από
τους “μερκελιστές” στους “ομπαμιστές” και να διχαστεί για “ξένες”
σημαίες.
Απέναντι σ’ αυτήν την κατάσταση το συμφέρον του λαού
δεν είναι να παίζει το ρόλο του χειροκροτητή της κυβερνητικής πολιτικής,
γιατί αυτό δε λειτουργεί υπέρ του λαού και της χώρας, αλλά
αντικειμενικά διευκολύνει την κυβέρνηση να προχωρήσει σε μια νέα
αντιλαϊκή συμφωνία και να την παρουσιάζει στο λαό ως δήθεν επιτυχία.
Ο λαός με την παρέμβαση του και τους αγώνες του
πρέπει να θέσει τις δικές του κόκκινες γραμμές και να μην εγκαταλείψει
το στόχο της πραγματικής κατάργησης των μνημονίων και των εφαρμοστικών
νόμων, της ανάκτησης των απωλειών, την πάλη για άλλο δρόμο ανάπτυξης.
Μόνο έτσι μπορεί να ασκήσει πίεση για να διεκδικήσει,
να πάρει ανάσες, και ταυτόχρονα να δυναμώσει μια ισχυρή λαϊκή συμμαχία
αντεπίθεσης για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, με το λαό
να κάνει κουμάντο στην κοινωνία και στην οικονομία».