του Νίκου Μπογίοπουλου
«...κινέζικα μεροκάματα, αυτός είναι τώρα ο σκοπός που επιδιώκει το αγγλικό κεφάλαιο»
Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος 1ος, σελ. 622
«...η ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής έριξε τους εργάτες όλου του κόσμου. Δεν πρόκειται πια για το κατέβασμα των αγγλικών μισθών στο επίπεδο των μισθών της ηπειρωτικής Ευρώπης, αλλά για το κατέβασμα στο λίγο - πολύ κοντινό μέλλον των
ευρωπαϊκών μισθών στο κινέζικο επίπεδο»
Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος 1ος, σελ. 885
Αυτή η – καινοφανής για τα σημερινά δεδομένα- σύλληψη του Μαρξ δεν προέκυψε μετά τo... «σκίσιμο του Μνημονίου» και την «αλλαγή της Ευρώπης» από τον Τσίπρα. Ούτε μετά από τα «ουδείς αναμάρτητος» του Σαμαρά στη Μέρκελ.
Διατυπώθηκε πριν από περίπου ενάμιση αιώνα, το 1867. Στη θέση της τότε «μητρόπολης» του καπιταλισμού, της Αγγλίας, σήμερα είναι τα κέντρα των ιμπεριαλιστών σε Βερολίνο και Νέα Υόρκη, που ακόμα και στους πιο αδυσώπητους μεταξύ τους ανταγωνισμούς, όπως οι σημερινοί για το ποιος ιμπεριαλιστής θα βγει λιγότερο λαβωμένος από την κρίση, δεν ξεχνούν το βασικό: Να είναι ενωμένοι, αδυσώπητοι και άτεγκτοι απέναντι στους μισθωτούς σκλάβους.
Το «λίγο - πολύ κοντινό μέλλον» που προέβλεψε ο Μαρξ, η εποχή που οι ευρωπαϊκοί μισθοί (μαζί και του ελληνικού λαού), στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας» των κεφαλαιοκρατών, θα συμπιέζονταν από τους κεφαλαιοκράτες με βάση τα κινέζικα πρότυπα, έφτασε. Οι αναλύσεις του για τον «εφεδρικό στρατό» εργασίας που κατρακυλά στα Τάρταρα της απόγνωσης και της κατάθλιψης είναι όσο ποτέ επίκαιρες.
Ο καπιταλισμός, αυτό το απάνθρωπο σύστημα, στερεί από τους εργαζόμενους τους κόπους τους. Σφετερίζεται για λογαριασμό μιας χούφτας εκμεταλλευτών τον αμύθητο πλούτο που παράγει το αίμα και ο μόχθος του εργάτη.
Η κρίση του καπιταλισμού, το πιο σταθερό «προϊόν» της λειτουργίας του, έχει φτάσει σε κανιβαλικό παροξυσμό.
Όπως επιβεβαιώθηκε η οικονομική «προφητεία» του Μαρξ για τη μετατροπή του βίου του εργαζόμενου λαού σε κόλαση - μια κόλαση που στην Ελλάδα τα «καζάνια» της αποκαλούνται Μνημόνια, προαπαιτούμενα, φαστ τρακ ξεπουλήματα - έτσι ακριβώς αναδεικνύεται ως ζήτημα ζωής και θανάτου η αναγκαιότητα για την εκπλήρωση και της πολιτικής του «προφητείας».
Ο «πολιτικός» Μαρξ, ενιαίος και αδιαίρετος με τον «οικονομικό» Μαρξ, ο Μαρξ της ταξικής πάλης, απέδειξε ότι το υπερώριμο αίτημα της ανατροπής του σάπιου κεφαλαιοκρατικού καθεστώτος είναι μια υπαρκτή, μια ρεαλιστική δυνατότητα και προοπτική, εφόσον οι «σκλάβοι» αποφασίσουν να την «περπατήσουν».
Ο 21ος αιώνας, μόλις 25 χρόνια από τις ανατροπές που οδήγησαν τον κόσμο σε ένα πρωτοφανές πισωγύρισμα, αποδεικνύεται πολύ νωρίς ότι θα είναι ο αιώνας που θα τεθεί με όρους υπαρξιακούς το πραγματικό δίλημμα:
«Ο Φρίντριχτ Ενγκελς – γράφει η Ρόζα Λούξεμπουργκ - είπε κάποτε:
"Η αστική κοινωνία βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα: ή πέρασμα στο σοσιαλισμό ή ξανακατρακύλισμα της ανθρωπότητας στη βαρβαρότητα".
Τι σήμαινε όμως "ξανακατρακύλισμα στη βαρβαρότητα" από το σημερινό επίπεδο του ευρωπαϊκού πολιτισμού;
Μέχρι
σήμερα διαβάζουμε, αναμφισβήτητα, τα λόγια αυτά χωρίς να εμβαθύνουμε
στο νόημα που κρύβουν και τα παραθέτουμε χωρίς να προαισθανόμαστε την
τρομερή βαρύτητά τους.
Σήμερα όμως, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά γύρω μας για να καταλάβουμε τι σημαίνει κατρακύλισμα της αστικής κοινωνίας στη βαρβαρότητα».
Ο ελληνικός λαός, υπό όλες τις διαχειριστικές λογικές – τις μπλε, τις πράσινες, τις ροζ - βιώνει, με τον πιο κτηνώδη τρόπο, το δεύτερο σκέλος του διλήμματος.
Ακούμε ήδη τις ενστάσεις που διατυπώνονται: «Μα είναι ώρα τώρα, μέσα στην υποχώρηση, στην κατάθλιψη, στην απογοήτευση, να τίθεται ως στόχος ο σοσιαλισμός»;
Απαντάμε: Ο στόχος ήταν, είναι και θα είναι «όλου του κόσμου το ψωμί το φως και το τραγούδι». Είναι η σωτηρία του λαού και του τόπου. Μέσα από ένα σχέδιο που θα μετουσιώνει την αφόρητη καθημερινότητα σε πρόγραμμα δράσης. Που θα μετατρέπει την διάσπαρτη αγανάκτηση και τα διψασμένα ρυάκια της απαντοχής σε χείμαρρους αντίστασης και τους χείμαρρους σε κοινωνική φουσκοθαλασσιά διεκδίκησης, που θα βγει στους δρόμους και θα πάρει «σβάρα κάθε τι παλιό».
Απαντάμε: Το μέσο για την επίτευξη αυτού του ευγενικού όσο και ύψιστης αναγκαιότητας στόχου δεν μπορεί να είναι τίποτα λιγότερο από ένα κίνημα οικοδομημένο πάνω στα θεμέλια της λαϊκής συμμαχίας των καταπιεσμένων, των καταληστευμένων, των κατατρεγμένων. Που θα γίνει κτήμα κάθε συνοικίας, κάθε γειτονιάς, υπόθεση του κάθε κοινωνικού χώρου, και που για να έχει προοπτική θα πρέπει να ανδρωθεί και να οξυγονωθεί στους τόπους δουλειάς. Εκεί δηλαδή που μειώνονται οι µισθοί, που απολύονται οι εργαζόμενοι, που εκβιάζονται οι εργάτες, εκεί που συντελείται η εκμετάλλευση, εκεί τελικά που αποκαλύπτεται καθημερινά ότι «η µεγαλύτερη βία είναι η φτώχεια».
Απαντάμε: Μόνο αφελείς ή δοκησίσοφοι των προσχημάτων θα εμφανίζονταν να πιστεύουν ότι χτίζεις και εμπνέεις λαϊκές φουσκοθαλασσιές κλίνοντας από το πρωί μέχρι το βράδυ σε όλες τις πτώσεις την λέξη «σοσιαλισμός». Αυτό το κίνημα
- για να είναι ασπίδα του άνεργου,
- «σωματοφύλακας» του ανθρώπου που τρέμει τον πλειστηριασμό και την εφορία,
- «παραστάτης» του γέροντα που του ρημάζουν τη σύνταξη,
- σπίθα τροφοδότησης της νεανικής φλόγας,
- για να δώσει τη «μάχη της σοδειάς» στο πλευρό των πεινασμένων,
- για να σταθεί «φρουρός» της πατρίδας απέναντι στα ΝΑΤΟ, ΕΕ και ΔΝΤ,
- για να κερδίσει την συμπάθεια και την αναγκαία στήριξη των άλλων λαών,
Απαντάμε: Ναι, οι συσχετισμοί είναι αρνητικοί. Ναι, οι δυσκολίες είναι μεγάλες. Αλλά όσα πρέπει να γίνουν, το αν πρέπει να γίνουν, δεν κρίνεται πια στο ζύγι των πιθανοτήτων να πετύχουν, αλλά στο ζύγι της ανάγκης.
Το «πρέπει» προκύπτει, πλέον, από την ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά υπέρτατη υποχρέωση, όσοι στην πράξη και όχι στα λόγια συμφωνούν με την κρισιμότητα των στιγμών, να αναμετρηθούν με αυτή την αναγκαιότητα.
Ναι, τα πράγματα είναι δύσκολα, για όλους και για τον καθένα ξεχωριστά. Αλλά «όλα αλλάζουν»! Ναι, ο Μπρεχτ έχει δίκιο:
«Όλα αλλάζουν.
Να ξαναρχίσεις
Μπορείς και με την τελευταία σου πνοή.
Μα ό,τι έγινε έγινε.
Και το νερό που έριξες στο κρασί σου
Δεν μπορείς να το ξαναβγάλεις.
Ό,τι έγινε έγινε.
Το νερό που έριξες στο κρασί σου
Δεν μπορείς να το ξαναβγάλεις·
Όλα όμως αλλάζουν.
Να ξαναρχίσεις
Μπορείς και με την τελευταία σου πνοή».