Ευκαιρίες για κέρδη διαβλέπει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών
μετά την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης και εμφανίζεται
ικανοποιημένος από την ψήφιση και υλοποίηση των αντιλαϊκών
προαπαιτούμενων μέτρων, ζητώντας ταυτόχρονα να ελαχιστοποιηθούν οι έτσι
κι αλλιώς μικρές επιβαρύνσεις προς τη Βιομηχανία.
«Με το διαφαινόμενο κλείσιμο της αξιολόγησης, φαίνεται ότι κλείνει ένας μεγάλος κύκλος αβεβαιότητας. Αλλά με υψηλότατο κόστος. Και πιθανόν για τελευταία φορά», ισχυρίστηκε ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Θεόδωρος Φέσσας, με επιχειρηματολογία που ακούστηκε κατ' επανάληψη από την
κυβέρνηση κατά την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου στη Βουλή.
Μιλώντας το βράδυ της Δευτέρας στο Βιομηχανικό Συνέδριο με θέμα «Η Ελλάδα πέρα από την κρίση: Ισχυρή βιομηχανία για καινοτομία, ανάπτυξη και δουλειές» ανέφερε πως για τον ΣΕΒ τα αντιλαϊκά μέτρα της πρώτης αξιολόγησης είναι ευκαιρία που μπορεί να την αξιοποιήσει κυρίως για τέσσερις βασικούς λόγους: Πρώτον, «η ποσοτική χαλάρωση, τα χαμηλά επιτόκια, η πτώση των διεθνών τιμών πρώτων υλών, η υπερπροσφορά διεθνών κεφαλαίων, η οικονομική αποδυνάμωση των BRICS, όλα αυτά δημιουργούν ευκαιρίες επενδύσεων στην Ευρώπη, άρα και στην Ελλάδα». Δεύτερον, διότι «η παραμονή στην Ευρωζώνη είναι η μόνη βιώσιμη λύση». Τρίτον, «η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και ευκαιρίες ανάπτυξης» και τέταρτον, «είμαστε ακόμη ζωντανοί! Η βιομηχανία και οι επιχειρήσεις είναι ακόμη εδώ παρά τις πρωτοφανείς δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια».
Συνεπώς κατά τον Θ. Φέσσα «οι προϋποθέσεις λοιπόν υπάρχουν. Τι πρέπει να γίνει για να μη χαθεί η τελευταία αυτή ευκαιρία; Οφείλουμε να βρούμε μια βιώσιμη ισορροπία μεταξύ ενός αποτελεσματικού κράτους δικαίου και του ιδιωτικού τομέα, που να στηρίζεται στον απόλυτο ρεαλισμό. Από όλες τις πλευρές και σε όλα τα επίπεδα» και η λογική αυτή θα πρέπει αν έχει σαν δεδομένο «ότι σκοπός των επιχειρήσεων είναι να παράγουν κέρδη. Και για να παράγουν κέρδη πρέπει να λειτουργούν μέσα σε ένα σταθερό περιβάλλον -με ξεκάθαρους κανόνες- για να ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις στην παγκόσμια αγορά».
Έθεσε εκ νέου θέμα μείωση της φορολογίας για τους επιχειρηματικούς ομίλους, λέγοντας «πιστεύουμε ότι μετά το αυριανό Eurogroup και το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης θα έχουμε την ευκαιρία να σχεδιάσουμε, μετά από αρκετούς μήνες διαπραγματευτικής αβεβαιότητας» και έσπευσε να ξεκαθαρίσει πως «αυτό δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε με το μίγμα πολιτικής που συνοδεύει την περαίωση της πρώτης αξιολόγησης. Για την ακρίβεια διαφωνούμε ριζικά».
Τάχθηκε υπέρ της αλλαγής μείγματος διαχείρισης της κρίσης διότι «με αυτό το μείγμα πολιτικής αποθαρρύνονται οι επενδυτές, ενώ αρκετοί εξωθούνται στην παραοικονομία και άλλοι στην έξοδο από τη χώρα» και «για αυτό επιμένουμε ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες και πρέπει επιτέλους να προταχθούν έναντι των σκληρών, αλλά πιο εύκολων στη νομοθέτηση φορομπηχτικών μέτρων».
Ζήτησε φοροαπαλλαγές με «έξυπνες φορολογικές πολιτικές για την προσέλκυση επενδύσεων και την αύξηση των δημοσίων εσόδων», αλλά και «παρεμβάσεις για το επιχειρηματικό περιβάλλον, το κόστος ενέργειας, το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων».
Σύμφωνα με κείμενο θέσεων, με αφορμή το διήμερο Βιομηχανικό Συνέδριο, μεταξύ άλλων απαιτεί:
- Ευθυγράμμιση της φορολογίας επιχειρηματικών κερδών με φορολογικές πρακτικές της ΕΕ και γειτονικών χωρών, «κάτι που θα βελτιώσει τις επιδόσεις της χώρας στο διεθνή ανταγωνισμό για προσέλκυση επενδύσεων και θα συμβάλει ώστε να καταστεί η Ελλάδα σημαντικός επενδυτικός προορισμός».
- Μείωση ασφαλιστικών και εργοδοτικών εισφορών, οι οποίες, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, είναι οι υψηλότερες σε σχέση με τις λοιπές χώρες της ΕΕ, τις βασικές ανταγωνίστριες χώρες της ελληνικής βιομηχανίας και μεταποίησης, αλλά και πολύ πάνω από το μέσο όρο των κρατών του ΟΟΣΑ.
- Άρση των άμεσων και έμμεσων φόρων στην παραγωγή. Επανεξέταση των ειδικών φόρων επί των ενεργειακών προϊόντων βιομηχανικής χρήσης και προσαρμογή στα ελάχιστα επίπεδα που προβλέπει η σχετική ευρωενωσιακή οδηγία.
- Για τα έτη 2016 έως και 2022 να ισχύει ένας μειωμένος φορολογικός συντελεστής (20%) σε περίπτωση επανεπένδυσης κερδών, με την προϋπόθεση ότι ο εξοπλισμός για πάγια κεφάλαια θα χρησιμοποιηθεί για χρόνο παραπάνω από το μισό της ωφέλιμης ζωής του.
«Με το διαφαινόμενο κλείσιμο της αξιολόγησης, φαίνεται ότι κλείνει ένας μεγάλος κύκλος αβεβαιότητας. Αλλά με υψηλότατο κόστος. Και πιθανόν για τελευταία φορά», ισχυρίστηκε ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Θεόδωρος Φέσσας, με επιχειρηματολογία που ακούστηκε κατ' επανάληψη από την
κυβέρνηση κατά την ψήφιση του πολυνομοσχεδίου στη Βουλή.
Μιλώντας το βράδυ της Δευτέρας στο Βιομηχανικό Συνέδριο με θέμα «Η Ελλάδα πέρα από την κρίση: Ισχυρή βιομηχανία για καινοτομία, ανάπτυξη και δουλειές» ανέφερε πως για τον ΣΕΒ τα αντιλαϊκά μέτρα της πρώτης αξιολόγησης είναι ευκαιρία που μπορεί να την αξιοποιήσει κυρίως για τέσσερις βασικούς λόγους: Πρώτον, «η ποσοτική χαλάρωση, τα χαμηλά επιτόκια, η πτώση των διεθνών τιμών πρώτων υλών, η υπερπροσφορά διεθνών κεφαλαίων, η οικονομική αποδυνάμωση των BRICS, όλα αυτά δημιουργούν ευκαιρίες επενδύσεων στην Ευρώπη, άρα και στην Ελλάδα». Δεύτερον, διότι «η παραμονή στην Ευρωζώνη είναι η μόνη βιώσιμη λύση». Τρίτον, «η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει σημαντικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και ευκαιρίες ανάπτυξης» και τέταρτον, «είμαστε ακόμη ζωντανοί! Η βιομηχανία και οι επιχειρήσεις είναι ακόμη εδώ παρά τις πρωτοφανείς δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα τελευταία χρόνια».
Συνεπώς κατά τον Θ. Φέσσα «οι προϋποθέσεις λοιπόν υπάρχουν. Τι πρέπει να γίνει για να μη χαθεί η τελευταία αυτή ευκαιρία; Οφείλουμε να βρούμε μια βιώσιμη ισορροπία μεταξύ ενός αποτελεσματικού κράτους δικαίου και του ιδιωτικού τομέα, που να στηρίζεται στον απόλυτο ρεαλισμό. Από όλες τις πλευρές και σε όλα τα επίπεδα» και η λογική αυτή θα πρέπει αν έχει σαν δεδομένο «ότι σκοπός των επιχειρήσεων είναι να παράγουν κέρδη. Και για να παράγουν κέρδη πρέπει να λειτουργούν μέσα σε ένα σταθερό περιβάλλον -με ξεκάθαρους κανόνες- για να ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις στην παγκόσμια αγορά».
Έθεσε εκ νέου θέμα μείωση της φορολογίας για τους επιχειρηματικούς ομίλους, λέγοντας «πιστεύουμε ότι μετά το αυριανό Eurogroup και το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης θα έχουμε την ευκαιρία να σχεδιάσουμε, μετά από αρκετούς μήνες διαπραγματευτικής αβεβαιότητας» και έσπευσε να ξεκαθαρίσει πως «αυτό δεν σημαίνει ότι συμφωνούμε με το μίγμα πολιτικής που συνοδεύει την περαίωση της πρώτης αξιολόγησης. Για την ακρίβεια διαφωνούμε ριζικά».
Τάχθηκε υπέρ της αλλαγής μείγματος διαχείρισης της κρίσης διότι «με αυτό το μείγμα πολιτικής αποθαρρύνονται οι επενδυτές, ενώ αρκετοί εξωθούνται στην παραοικονομία και άλλοι στην έξοδο από τη χώρα» και «για αυτό επιμένουμε ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαίες και πρέπει επιτέλους να προταχθούν έναντι των σκληρών, αλλά πιο εύκολων στη νομοθέτηση φορομπηχτικών μέτρων».
Ζήτησε φοροαπαλλαγές με «έξυπνες φορολογικές πολιτικές για την προσέλκυση επενδύσεων και την αύξηση των δημοσίων εσόδων», αλλά και «παρεμβάσεις για το επιχειρηματικό περιβάλλον, το κόστος ενέργειας, το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων».
Το «παράλληλο πρόγραμμα» του ΣΕΒ
Ο ΣΕΒ αξιώνει μείωση των φορολογικών συντελεστών κατά 2% ετησίως τα επόμενα 10 χρόνια, άμεση ψήφιση και τήρηση των φορολογικών συντελεστών για την περίοδο αυτή, δέσμευση ότι τυχόν επιπλέον αλλαγές θα προαναγγέλλονται και δεν θα είναι δυσμενέστερες, μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών και σειρά άλλων μέτρωνΣύμφωνα με κείμενο θέσεων, με αφορμή το διήμερο Βιομηχανικό Συνέδριο, μεταξύ άλλων απαιτεί:
- Ευθυγράμμιση της φορολογίας επιχειρηματικών κερδών με φορολογικές πρακτικές της ΕΕ και γειτονικών χωρών, «κάτι που θα βελτιώσει τις επιδόσεις της χώρας στο διεθνή ανταγωνισμό για προσέλκυση επενδύσεων και θα συμβάλει ώστε να καταστεί η Ελλάδα σημαντικός επενδυτικός προορισμός».
- Μείωση ασφαλιστικών και εργοδοτικών εισφορών, οι οποίες, σύμφωνα με τον ΣΕΒ, είναι οι υψηλότερες σε σχέση με τις λοιπές χώρες της ΕΕ, τις βασικές ανταγωνίστριες χώρες της ελληνικής βιομηχανίας και μεταποίησης, αλλά και πολύ πάνω από το μέσο όρο των κρατών του ΟΟΣΑ.
- Άρση των άμεσων και έμμεσων φόρων στην παραγωγή. Επανεξέταση των ειδικών φόρων επί των ενεργειακών προϊόντων βιομηχανικής χρήσης και προσαρμογή στα ελάχιστα επίπεδα που προβλέπει η σχετική ευρωενωσιακή οδηγία.
- Για τα έτη 2016 έως και 2022 να ισχύει ένας μειωμένος φορολογικός συντελεστής (20%) σε περίπτωση επανεπένδυσης κερδών, με την προϋπόθεση ότι ο εξοπλισμός για πάγια κεφάλαια θα χρησιμοποιηθεί για χρόνο παραπάνω από το μισό της ωφέλιμης ζωής του.