Με το κλείσιμο επικερδών συμφωνιών για λογαριασμό των μονοπωλίων επισφραγίστηκε η συνάντηση του προέδρου της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, με τον πρωθυπουργό, Αλέξη Τσιπρα, στο Μαξίμου.
Στην κοινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν μετά τις συνομιλίες, οι δύο άνδρες μπήκαν κατευθείαν στο «ψητό», αντανακλώντας τις βλέψεις των δύο αστικών τάξεων να διευρύνουν τις μπίζνες τους.
Ο Αλέξης Τσίπρας χαρακτήρισε «στρατηγική επιλογή» τη συνεργασία με τη Ρωσία, κάνοντας λόγο για «επανεκκίνηση» των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Θέλοντας να διαβεβαιώσει το ρωσικό κεφάλαιο ότι στην Ελλάδα δημιουργούνται συνθήκες ασφάλειας για τη δράση του, ανέφερε ότι μετά την «επιτυχή ολοκλήρωση της
αξιολόγησης» δημιουργούνται προϋποθέσεις «για ανάπτυξη επενδύσεων και οικονομικών συνεργιών».
Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, αιχμή αυτής της συνεργασίας είναι οι επενδύσεις σε υποδομές, λιμάνια, στη μεταλλευτική βιομηχανία και τον τουρισμό, καθώς και η προώθηση συμπράξεων στον αγροδιατροφικό τομέα. Παράλληλα, επανέλαβε το στόχο της ελληνικής αστικής τάξης για τη μετατροπή της χώρας σε «ενεργειακό κόμβο», βαφτίζοντας «εθνικό συμφέρον» το συμφέρον της αστικής τάξης.
Εκτός από τον οικονομικό τομέα, εστίασε στην υπογραφή πολιτικής διακήρυξης για την αναβάθμιση του πολιτικού διαλόγου μεταξύ της Ελλάδας και της Ρωσίας, περιγράφοντας το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα ως «διαμεσολαβητής», όντας μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Έτσι, υπογράμμισε ότι η Ελλάδα είναι «σταθερός σύμμαχος της Δύσης», αλλά «δεν διστάζει να ανοίξει τα κλαδιά της» και στο βορρά, στα Βαλκάνια, στην ευρύτερη παραευξείνια γειτονιά μας, στο νότο, στη Β. Αφρική, στη Μέση και Άπω Ανατολή. «Η Ελλάδα είναι μια χώρα που τηρεί τις δεσμεύσεις της στους οργανισμούς που συμμετέχει, είναι μια χώρα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, αλλά είναι και μια χώρα που εξαιτίας των παραδοσιακών της σχέσεων με τη Ρωσία είναι εξαιρετικά χρήσιμη και για την ΕΕ και για την Ρωσία», πρόσθεσε.
Όλα αυτά, τα περιέγραψε ως «στοιχείο της σύγχρονης εξωτερικής πολιτικής της χώρας», αν και οι βλέψεις του ελληνικού κεφαλαίου να ενισχύσει τους ορίζοντες του (αυτό που ονομάζουν πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική) εμπλέκει τη χώρα πιο βαθιά στους ανταγωνισμούς μεταξύ των επιχειρηματικών ομίλων, γεγονός που ενισχύει τους κινδύνους για τον ελληνικό λαό. Από την πλευρά του, το ρωσικό κεφάλαιο επιδιώκει να έχει ισχυρή παρουσία στην Ελλάδα, ως προγεφύρωμα των συμφερόντων του στην ευρύτερη περιοχή, στο φόντο και των εντεινόμενων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν έκανε λόγο για «πολύ ουσιαστικές συνομιλίες» σε ένα ευρύ φάσμα διμερών και διεθνών θεμάτων. «Υπάρχουν μεγάλα περιθώρια συνεργασίας στην ενέργεια», δήλωσε χαρακτηριστικά, ενώ εξέφρασε το ενδιαφέρον του ρωσικού κεφαλαίου για την ιδιωτικοποίηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, της ROSCO και του ΟΛΘ.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, απέδωσε την ακύρωση του «Νότιου Ρεύματος» στις πιέσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ. Αποφεύγοντας να κλείσει οριστικά την πόρτα δήλωσε ότι «είμαστε έτοιμοι για την υλοποίηση οποιουδήποτε έργου», προσθέτοντας ωστόσο ότι «μας χρειάζονται από πριν εγγυήσεις».
Επίσης χαρακτήρισε «απειλή» για τη Ρωσία, την τοποθέτηση συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας από τις ΗΠΑ στη Ρουμανία και την Πολωνία, ενώ προειδοποιώντας για αντίποινα, υπενθύμισε με νόημα ότι «στη Συρία όλος ο κόσμος παρατήρησε τις δυνάμεις μας». Απαντώντας σε σχετική ερώτηση χαρακτήρισε «έγκλημα πολέμου» την κατάρριψη ρωσικού αεροσκάφους από την Τουρκία.
Οι αντιπροσωπείες των δύο κυβερνήσεων υπέγραψαν «Πολιτική Διακήρυξη για τον ελληνο-ρωσικό διάλογο επί διεθνών και περιφερειακών θεμάτων αμοιβαίου ενδιαφέροντος», καθώς και μία σειρά συμφωνίες οικονομικού χαρακτήρα. Επίσης, υπογράφτηκαν συμφωνίες μεταξύ επιχειρηματικών ομίλων, όπως ανάμεσα στα ΕΛΠΕ και τη «Rosneft».
Πριν από τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό, ο Βλαντιμίρ Πούτιν συναντήθηκε με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο. Το Σάββατο αναμένεται να μεταβεί στο Άγιο Όρος.
Στην κοινή συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν μετά τις συνομιλίες, οι δύο άνδρες μπήκαν κατευθείαν στο «ψητό», αντανακλώντας τις βλέψεις των δύο αστικών τάξεων να διευρύνουν τις μπίζνες τους.
Ο Αλέξης Τσίπρας χαρακτήρισε «στρατηγική επιλογή» τη συνεργασία με τη Ρωσία, κάνοντας λόγο για «επανεκκίνηση» των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Θέλοντας να διαβεβαιώσει το ρωσικό κεφάλαιο ότι στην Ελλάδα δημιουργούνται συνθήκες ασφάλειας για τη δράση του, ανέφερε ότι μετά την «επιτυχή ολοκλήρωση της
αξιολόγησης» δημιουργούνται προϋποθέσεις «για ανάπτυξη επενδύσεων και οικονομικών συνεργιών».
Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, αιχμή αυτής της συνεργασίας είναι οι επενδύσεις σε υποδομές, λιμάνια, στη μεταλλευτική βιομηχανία και τον τουρισμό, καθώς και η προώθηση συμπράξεων στον αγροδιατροφικό τομέα. Παράλληλα, επανέλαβε το στόχο της ελληνικής αστικής τάξης για τη μετατροπή της χώρας σε «ενεργειακό κόμβο», βαφτίζοντας «εθνικό συμφέρον» το συμφέρον της αστικής τάξης.
Εκτός από τον οικονομικό τομέα, εστίασε στην υπογραφή πολιτικής διακήρυξης για την αναβάθμιση του πολιτικού διαλόγου μεταξύ της Ελλάδας και της Ρωσίας, περιγράφοντας το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η Ελλάδα ως «διαμεσολαβητής», όντας μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Έτσι, υπογράμμισε ότι η Ελλάδα είναι «σταθερός σύμμαχος της Δύσης», αλλά «δεν διστάζει να ανοίξει τα κλαδιά της» και στο βορρά, στα Βαλκάνια, στην ευρύτερη παραευξείνια γειτονιά μας, στο νότο, στη Β. Αφρική, στη Μέση και Άπω Ανατολή. «Η Ελλάδα είναι μια χώρα που τηρεί τις δεσμεύσεις της στους οργανισμούς που συμμετέχει, είναι μια χώρα της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, αλλά είναι και μια χώρα που εξαιτίας των παραδοσιακών της σχέσεων με τη Ρωσία είναι εξαιρετικά χρήσιμη και για την ΕΕ και για την Ρωσία», πρόσθεσε.
Όλα αυτά, τα περιέγραψε ως «στοιχείο της σύγχρονης εξωτερικής πολιτικής της χώρας», αν και οι βλέψεις του ελληνικού κεφαλαίου να ενισχύσει τους ορίζοντες του (αυτό που ονομάζουν πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική) εμπλέκει τη χώρα πιο βαθιά στους ανταγωνισμούς μεταξύ των επιχειρηματικών ομίλων, γεγονός που ενισχύει τους κινδύνους για τον ελληνικό λαό. Από την πλευρά του, το ρωσικό κεφάλαιο επιδιώκει να έχει ισχυρή παρουσία στην Ελλάδα, ως προγεφύρωμα των συμφερόντων του στην ευρύτερη περιοχή, στο φόντο και των εντεινόμενων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν έκανε λόγο για «πολύ ουσιαστικές συνομιλίες» σε ένα ευρύ φάσμα διμερών και διεθνών θεμάτων. «Υπάρχουν μεγάλα περιθώρια συνεργασίας στην ενέργεια», δήλωσε χαρακτηριστικά, ενώ εξέφρασε το ενδιαφέρον του ρωσικού κεφαλαίου για την ιδιωτικοποίηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, της ROSCO και του ΟΛΘ.
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, απέδωσε την ακύρωση του «Νότιου Ρεύματος» στις πιέσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ. Αποφεύγοντας να κλείσει οριστικά την πόρτα δήλωσε ότι «είμαστε έτοιμοι για την υλοποίηση οποιουδήποτε έργου», προσθέτοντας ωστόσο ότι «μας χρειάζονται από πριν εγγυήσεις».
Επίσης χαρακτήρισε «απειλή» για τη Ρωσία, την τοποθέτηση συστήματος αντιπυραυλικής άμυνας από τις ΗΠΑ στη Ρουμανία και την Πολωνία, ενώ προειδοποιώντας για αντίποινα, υπενθύμισε με νόημα ότι «στη Συρία όλος ο κόσμος παρατήρησε τις δυνάμεις μας». Απαντώντας σε σχετική ερώτηση χαρακτήρισε «έγκλημα πολέμου» την κατάρριψη ρωσικού αεροσκάφους από την Τουρκία.
Οι αντιπροσωπείες των δύο κυβερνήσεων υπέγραψαν «Πολιτική Διακήρυξη για τον ελληνο-ρωσικό διάλογο επί διεθνών και περιφερειακών θεμάτων αμοιβαίου ενδιαφέροντος», καθώς και μία σειρά συμφωνίες οικονομικού χαρακτήρα. Επίσης, υπογράφτηκαν συμφωνίες μεταξύ επιχειρηματικών ομίλων, όπως ανάμεσα στα ΕΛΠΕ και τη «Rosneft».
Πριν από τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό, ο Βλαντιμίρ Πούτιν συναντήθηκε με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο. Το Σάββατο αναμένεται να μεταβεί στο Άγιο Όρος.