Κατοχύρωση και επέκταση της εργασιακής ζούγκλας προβλέπει το πόρισμα της «Επιτροπής Σοφών», για τα Εργασιακά, αποσπάσματα του οποίου δόθηκαν στη δημοσιότητα (δείτε παρακάτω) από το υπουργείο Εργασίας.
Το πόρισμα, το οποίο δεν είναι δεσμευτικό, εξυπηρετεί τους προπαγανδιστικούς στόχους της κυβέρνησης και προσφέρει «βοήθεια» για αλλαγές προς το χειρότερο του υφιστάμενου πλαισίου στην αγορά εργασίας μπροστά και στην επικείμενη
διαπραγμάτευση με το κουαρτέτο, η οποία θα αρχίσει εντός του Οκτώβρη, στο πλαίσιο της β' αξιολόγησης.
Για τον κατώτατο μισθό των νέων ένα μέρος της Επιτροπής προτείνει την αντικατάσταση του κατώτατου μισθού των νέων από ένα μειωμένο κατώτατο μισθό βάσει εργασιακής εμπειρίας με ανώτατη διάρκεια τα δύο έτη, ενώ ένα άλλο μέρος της Επιτροπής προτείνει τη διατήρηση του κατώτατου μισθού των νέων με τα ισχύοντα ηλικιακά όρια. Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, διατηρείται η διάκριση του μισθού των εργαζομένων κάτω των 25 ετών και άνω των 25 ετών, διαιωνίζοντας το «σπάσιμο» του κατώτερου μισθού.
Για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις ένα μέρος της Επιτροπής υποστηρίζει ότι οι επιχειρησιακές ή ατομικές συμβάσεις δεν μπορεί να προβλέπουν χαμηλότερες αποδοχές από το υψηλότερο επίπεδο των εθνικών/κλαδικών συμβάσεων, «εκτός αν οι κοινωνικοί εταίροι προβλέπουν ρήτρες για συγκεκριμένα ζητήματα, οι οποίες επιτρέπουν προσωρινές παρεκκλίσεις, σε περιπτώσεις επειγουσών οικονομικών/χρηματοοικονομικών αναγκών των επιχειρήσεων». Δηλαδή, σε αυτήν την περίπτωση, η σημερινή «παρέκκλιση», με τις επιχειρησιακές συμβάσεις που καταργούν τις κλαδικές, γίνεται πλέον νόμο, με την ομπρέλα της συναίνεσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και τον εκβιασμό προς τους εργαζόμενους για την οικονομική επιβίωση της εταιρείας.
Ένα άλλο μέρος της Επιτροπής θεωρεί πως «η μισθολογική ευελιξία στο μικρο-επίπεδο είναι σημαντική. Συνεπώς, η ιεραρχία των συλλογικών διαπραγματεύσεων πρέπει να διέπεται από την αρχή της επικουρικότητας, όπου συμβάσεις που συνάπτονται σε επιχειρησιακό επίπεδο, εγγύτερα των εμπλεκόμενων εργαζομένων και επιχειρήσεων, υπερισχύουν συμβάσεων που συνάπτονται σε κλαδικό/ομοιοεπαγγελματικό/εθνικό επίπεδο». Που σημαίνει ότι στον ίδιο κλάδο, ένας υποκλάδος ή μια ομάδα ομοειδών επιχειρήσεων ή και μια επιχείρηση θα μπορούν να διαμορφώνουν δικές τους συμβάσεις και μισθούς, ακυρώνοντας στην πράξη την κλαδική.
Για τις ομαδικές απολύσεις παραπέμπει στην απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ, ωστόσο για να αποφευχθούν αυτές προτείνει την περαιτέρω διεύρυνση των ελαστικών μορφών εργασίας, σημειώνοντας ότι «σε περιπτώσεις προσωρινής οικονομικής δυσχέρειας, η εργασία μειωμένου ωραρίου μπορεί να αποτρέψει τις ομαδικές απολύσεις. Η εργασία μειωμένου ωραρίου πρέπει να είναι ευέλικτη βάσει των υπαρχουσών αναγκών της επιχείρησης».
Για τη συνδικαλιστική δράση η Επιτροπή δεν προτείνει συγκεκριμένες αλλαγές, για την ανταπεργία (lock out) καλεί το νομοθέτη να διευκρινίσει πως ο εργοδότης δικαιούται να μην πληρώσει τους μη απεργούς εργαζόμενους, εφόσον δεν μπορούν να συνεχίσουν την εργασία τους λόγω απεργίας των συναδέλφων τους. Έμμεσα προκύπτει ότι η ισχύουσα νομοθεσία καλύπτει τους εργοδότες και επιπλέον ζητείται να γίνει πιο συγκεκριμένη υπέρ τους.
Το πόρισμα, το οποίο δεν είναι δεσμευτικό, εξυπηρετεί τους προπαγανδιστικούς στόχους της κυβέρνησης και προσφέρει «βοήθεια» για αλλαγές προς το χειρότερο του υφιστάμενου πλαισίου στην αγορά εργασίας μπροστά και στην επικείμενη
διαπραγμάτευση με το κουαρτέτο, η οποία θα αρχίσει εντός του Οκτώβρη, στο πλαίσιο της β' αξιολόγησης.
Τι προβλέπει το πόρισμα
Για τον κατώτερο μισθό σημειώνει ότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, η ανταγωνιστικότητα, η ανάπτυξη (θέτοντας εκ των προτέρων ένα νοητό «ταβάνι» - φόβητρο προς τους εργαζόμενους με το επιχείρημα του τι «αντέχει η οικονομία»). Στην Επιτροπή υπάρχει διαφωνία ως προς την αρμοδιότητα καθορισμού του ύψους και των αυξήσεων. Ένα μέρος της Επιτροπής προτείνει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού, κατόπιν διαβουλεύσεων με ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες, μέσω Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας με καθολική εφαρμογή. Ένα άλλο μέρος της Επιτροπής προτείνει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση, κατόπιν διαβουλεύσεων με τους «κοινωνικούς εταίρους» και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες.Για τον κατώτατο μισθό των νέων ένα μέρος της Επιτροπής προτείνει την αντικατάσταση του κατώτατου μισθού των νέων από ένα μειωμένο κατώτατο μισθό βάσει εργασιακής εμπειρίας με ανώτατη διάρκεια τα δύο έτη, ενώ ένα άλλο μέρος της Επιτροπής προτείνει τη διατήρηση του κατώτατου μισθού των νέων με τα ισχύοντα ηλικιακά όρια. Σε κάθε περίπτωση, δηλαδή, διατηρείται η διάκριση του μισθού των εργαζομένων κάτω των 25 ετών και άνω των 25 ετών, διαιωνίζοντας το «σπάσιμο» του κατώτερου μισθού.
Για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις ένα μέρος της Επιτροπής υποστηρίζει ότι οι επιχειρησιακές ή ατομικές συμβάσεις δεν μπορεί να προβλέπουν χαμηλότερες αποδοχές από το υψηλότερο επίπεδο των εθνικών/κλαδικών συμβάσεων, «εκτός αν οι κοινωνικοί εταίροι προβλέπουν ρήτρες για συγκεκριμένα ζητήματα, οι οποίες επιτρέπουν προσωρινές παρεκκλίσεις, σε περιπτώσεις επειγουσών οικονομικών/χρηματοοικονομικών αναγκών των επιχειρήσεων». Δηλαδή, σε αυτήν την περίπτωση, η σημερινή «παρέκκλιση», με τις επιχειρησιακές συμβάσεις που καταργούν τις κλαδικές, γίνεται πλέον νόμο, με την ομπρέλα της συναίνεσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και τον εκβιασμό προς τους εργαζόμενους για την οικονομική επιβίωση της εταιρείας.
Ένα άλλο μέρος της Επιτροπής θεωρεί πως «η μισθολογική ευελιξία στο μικρο-επίπεδο είναι σημαντική. Συνεπώς, η ιεραρχία των συλλογικών διαπραγματεύσεων πρέπει να διέπεται από την αρχή της επικουρικότητας, όπου συμβάσεις που συνάπτονται σε επιχειρησιακό επίπεδο, εγγύτερα των εμπλεκόμενων εργαζομένων και επιχειρήσεων, υπερισχύουν συμβάσεων που συνάπτονται σε κλαδικό/ομοιοεπαγγελματικό/εθνικό επίπεδο». Που σημαίνει ότι στον ίδιο κλάδο, ένας υποκλάδος ή μια ομάδα ομοειδών επιχειρήσεων ή και μια επιχείρηση θα μπορούν να διαμορφώνουν δικές τους συμβάσεις και μισθούς, ακυρώνοντας στην πράξη την κλαδική.
Για τις ομαδικές απολύσεις παραπέμπει στην απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ, ωστόσο για να αποφευχθούν αυτές προτείνει την περαιτέρω διεύρυνση των ελαστικών μορφών εργασίας, σημειώνοντας ότι «σε περιπτώσεις προσωρινής οικονομικής δυσχέρειας, η εργασία μειωμένου ωραρίου μπορεί να αποτρέψει τις ομαδικές απολύσεις. Η εργασία μειωμένου ωραρίου πρέπει να είναι ευέλικτη βάσει των υπαρχουσών αναγκών της επιχείρησης».
Για τη συνδικαλιστική δράση η Επιτροπή δεν προτείνει συγκεκριμένες αλλαγές, για την ανταπεργία (lock out) καλεί το νομοθέτη να διευκρινίσει πως ο εργοδότης δικαιούται να μην πληρώσει τους μη απεργούς εργαζόμενους, εφόσον δεν μπορούν να συνεχίσουν την εργασία τους λόγω απεργίας των συναδέλφων τους. Έμμεσα προκύπτει ότι η ισχύουσα νομοθεσία καλύπτει τους εργοδότες και επιπλέον ζητείται να γίνει πιο συγκεκριμένη υπέρ τους.