Εδώ και καιρό έχει διαφανεί ότι η ατζέντα της διαπραγμάτευσης ανάμεσα
στην κυβέρνηση και το κουαρτέτο περιλαμβάνει πολύ περισσότερα ζητήματα
από τα αντιλαϊκά προαπαιτούμενα της δεύτερης «αξιολόγησης».
Γι' αυτό, άλλωστε, η κυβέρνηση εμφανίζεται δυσαρεστημένη από τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης, παρά το γεγονός ότι - όπως λέει η ίδια - υπάρχει συμφωνία με τους «θεσμούς» στο 95% των προβλεπόμενων από το μνημόνιο, ενώ οι αποκλίσεις στα
υπόλοιπα θεωρούνται διαχειρίσιμες.
Μάλιστα, όλο το προηγούμενο διάστημα, η κυβέρνηση έδειχνε το ΔΝΤ ως τον βασικό υπαίτιο για την καθυστέρηση και το κατάγγελλε ότι ζητάει την προληπτική νομοθέτηση μέτρων για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, πράγμα το οποίο η ίδια αρνούνταν, θεωρώντας το «κόκκινη γραμμή».
Επειδή όμως η μοναδική «κόκκινη γραμμή» που έχει αυτή η κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, είναι η γραμμή υπεράσπισης των συμφερόντων του κεφαλαίου, η πραγματικότητα, πίσω από τα παχιά λόγια και την προσπάθεια να αποπροσανατολιστεί ο λαός, προβάλλει μέσα από τις τελευταίες εξελίξεις.
Ξεκινώντας τη διαπραγμάτευση, για να συσκοτίσει την ταξική αντιλαϊκή πολιτική της, η κυβέρνηση σκόπιμα παρουσίαζε το «νεοφιλελεύθερο» ΔΝΤ σαν τον «κακό» της υπόθεσης, που ζητάει σκληρότερα μέτρα, σε αντίθεση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (Κομισιόν, ΕΚΤ, ESM), που είναι τάχα πιο «συγκαταβατικοί», ιδιαίτερα σε ζητήματα όπως τα Εργασιακά.
Στην πορεία, καθώς κορυφωνόταν η κόντρα του ΔΝΤ με την Ευρωζώνη (ιδιαίτερα τη Γερμανία), με αιχμή τη διευθέτηση του ελληνικού κρατικού χρέους, η κυβέρνηση ξέθαψε το τσεκούρι των «κόκκινων γραμμών» και λεοντάριζε ότι δεν πρόκειται να συμφωνήσει σε οποιοδήποτε άλλο μέτρο, πέρα από αυτά που περιέχονται στα (αιματηρά για το λαό) προαπαιτούμενα της «αξιολόγησης».
Το επόμενο βήμα, και ενώ η διαπραγμάτευση απομακρυνόταν από τα αρχικά χρονοδιαγράμματα, ήταν να συμφωνήσει στην επέκταση του «δημοσιονομικού κόφτη» και μετά το 2018, αρνούμενη όμως να νομοθετήσει συγκεκριμένα μέτρα. Επέμενε μάλιστα να ψέγει την ΕΕ ότι δεν ασκεί την αναγκαία πίεση στο ΔΝΤ, προκειμένου να συμφωνήσει στην ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης.
Τελικά, δίπλα στα αντιλαϊκά μέτρα που εφαρμόζονται και σε εκείνα που έχουν ήδη συμφωνηθεί, φτάσαμε σήμερα να συζητάμε την παραπέρα μείωση του αφορολόγητου για τα λαϊκά στρώματα για μετά το 2018, στο πλαίσιο της ενεργοποίησης του «δημοσιονομικού κόφτη», ανεξάρτητα από το αν το ΔΝΤ θα παραμείνει στο πρόγραμμα ή όχι!
Επαληθεύεται, επίσης, ότι μέτρα, όπως η συρρίκνωση του αφορολόγητου για μισθωτούς και συνταξιούχους, αλλά και η παραπέρα μείωση των συντάξεων, η διευκρίνιση των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων που θα διασφαλίζουν τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, δεν είναι αιτήματα αποκλειστικά του ΔΝΤ, αλλά και των ευρωπαϊκών θεσμών, όπως προκύπτει από τοποθετήσεις εκπροσώπων της Κομισιόν και της ΕΚΤ.
Η προσαρμογή της κυβέρνησης στα δεδομένα που προκύπτουν σε κάθε φάση της διαπραγμάτευσης δεν συνιστά, βέβαια, «αναγκαίο συμβιβασμό» από τη σκοπιά της υπεράσπισης των λαϊκών συμφερόντων, όπως η ίδια το παρουσιάζει.
Αντίθετα, επιβεβαιώνει τη συνέπεια της κυβέρνησης στην υπηρέτηση του στόχου της καπιταλιστικής ανάκαμψης, που προϋποθέτει αντιλαϊκά μέτρα δίχως τέλος και καθιστά πρώτη προτεραιότητα την ολοκλήρωση της «αξιολόγησης», προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος στο κεφάλαιο να αντλήσει φθηνότερο χρήμα από την ΕΚΤ.
Με αυτόν τον «οδηγό» πορευόταν και πορεύεται η κυβέρνηση. Και είναι βέβαιο ότι στο ρευστό οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνεται στην Ευρώπη και παγκόσμια, ο λογαριασμός που θα κληθεί να πληρώσει στο τέλος ο λαός, αν δεν περάσει στην αντεπίθεση, θα είναι πολύ βαρύτερος, προκειμένου το κεφάλαιο να μπει σε τροχιά ανάκαμψης της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του.
Γι' αυτό, άλλωστε, η κυβέρνηση εμφανίζεται δυσαρεστημένη από τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης, παρά το γεγονός ότι - όπως λέει η ίδια - υπάρχει συμφωνία με τους «θεσμούς» στο 95% των προβλεπόμενων από το μνημόνιο, ενώ οι αποκλίσεις στα
υπόλοιπα θεωρούνται διαχειρίσιμες.
Μάλιστα, όλο το προηγούμενο διάστημα, η κυβέρνηση έδειχνε το ΔΝΤ ως τον βασικό υπαίτιο για την καθυστέρηση και το κατάγγελλε ότι ζητάει την προληπτική νομοθέτηση μέτρων για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, πράγμα το οποίο η ίδια αρνούνταν, θεωρώντας το «κόκκινη γραμμή».
Επειδή όμως η μοναδική «κόκκινη γραμμή» που έχει αυτή η κυβέρνηση, όπως και οι προηγούμενες, είναι η γραμμή υπεράσπισης των συμφερόντων του κεφαλαίου, η πραγματικότητα, πίσω από τα παχιά λόγια και την προσπάθεια να αποπροσανατολιστεί ο λαός, προβάλλει μέσα από τις τελευταίες εξελίξεις.
Ξεκινώντας τη διαπραγμάτευση, για να συσκοτίσει την ταξική αντιλαϊκή πολιτική της, η κυβέρνηση σκόπιμα παρουσίαζε το «νεοφιλελεύθερο» ΔΝΤ σαν τον «κακό» της υπόθεσης, που ζητάει σκληρότερα μέτρα, σε αντίθεση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (Κομισιόν, ΕΚΤ, ESM), που είναι τάχα πιο «συγκαταβατικοί», ιδιαίτερα σε ζητήματα όπως τα Εργασιακά.
Στην πορεία, καθώς κορυφωνόταν η κόντρα του ΔΝΤ με την Ευρωζώνη (ιδιαίτερα τη Γερμανία), με αιχμή τη διευθέτηση του ελληνικού κρατικού χρέους, η κυβέρνηση ξέθαψε το τσεκούρι των «κόκκινων γραμμών» και λεοντάριζε ότι δεν πρόκειται να συμφωνήσει σε οποιοδήποτε άλλο μέτρο, πέρα από αυτά που περιέχονται στα (αιματηρά για το λαό) προαπαιτούμενα της «αξιολόγησης».
Το επόμενο βήμα, και ενώ η διαπραγμάτευση απομακρυνόταν από τα αρχικά χρονοδιαγράμματα, ήταν να συμφωνήσει στην επέκταση του «δημοσιονομικού κόφτη» και μετά το 2018, αρνούμενη όμως να νομοθετήσει συγκεκριμένα μέτρα. Επέμενε μάλιστα να ψέγει την ΕΕ ότι δεν ασκεί την αναγκαία πίεση στο ΔΝΤ, προκειμένου να συμφωνήσει στην ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης.
Τελικά, δίπλα στα αντιλαϊκά μέτρα που εφαρμόζονται και σε εκείνα που έχουν ήδη συμφωνηθεί, φτάσαμε σήμερα να συζητάμε την παραπέρα μείωση του αφορολόγητου για τα λαϊκά στρώματα για μετά το 2018, στο πλαίσιο της ενεργοποίησης του «δημοσιονομικού κόφτη», ανεξάρτητα από το αν το ΔΝΤ θα παραμείνει στο πρόγραμμα ή όχι!
Επαληθεύεται, επίσης, ότι μέτρα, όπως η συρρίκνωση του αφορολόγητου για μισθωτούς και συνταξιούχους, αλλά και η παραπέρα μείωση των συντάξεων, η διευκρίνιση των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων που θα διασφαλίζουν τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το 2018, δεν είναι αιτήματα αποκλειστικά του ΔΝΤ, αλλά και των ευρωπαϊκών θεσμών, όπως προκύπτει από τοποθετήσεις εκπροσώπων της Κομισιόν και της ΕΚΤ.
Η προσαρμογή της κυβέρνησης στα δεδομένα που προκύπτουν σε κάθε φάση της διαπραγμάτευσης δεν συνιστά, βέβαια, «αναγκαίο συμβιβασμό» από τη σκοπιά της υπεράσπισης των λαϊκών συμφερόντων, όπως η ίδια το παρουσιάζει.
Αντίθετα, επιβεβαιώνει τη συνέπεια της κυβέρνησης στην υπηρέτηση του στόχου της καπιταλιστικής ανάκαμψης, που προϋποθέτει αντιλαϊκά μέτρα δίχως τέλος και καθιστά πρώτη προτεραιότητα την ολοκλήρωση της «αξιολόγησης», προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος στο κεφάλαιο να αντλήσει φθηνότερο χρήμα από την ΕΚΤ.
Με αυτόν τον «οδηγό» πορευόταν και πορεύεται η κυβέρνηση. Και είναι βέβαιο ότι στο ρευστό οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον που διαμορφώνεται στην Ευρώπη και παγκόσμια, ο λογαριασμός που θα κληθεί να πληρώσει στο τέλος ο λαός, αν δεν περάσει στην αντεπίθεση, θα είναι πολύ βαρύτερος, προκειμένου το κεφάλαιο να μπει σε τροχιά ανάκαμψης της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του.