Στο παραμύθι της «δίκαιης ανάπτυξης», η κυβέρνηση πρόσθεσε τη βδομάδα που μας πέρασε το στόχο για «ανάπτυξη από τα κάτω». Οπως έλεγε σε συνέντευξή του ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, «βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη δεν μπορεί να γίνει με όρους "ανάθεσης", με την κοινωνία σε ρόλο θεατή. Χρειάζεται η καταλυτική ενεργοποίηση και συνέργεια της κοινωνίας».
Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ σημειώνουν με έμφαση την ανάγκη να διαμορφώσουν προϋποθέσεις ενεργότερης, έως και μαχητικής στήριξης της αντιλαϊκής πολιτικής από τους εργαζόμενους και το λαό, ώστε να συναντά τις μικρότερες δυνατές αντιδράσεις η υλοποίηση των μέτρων που έχει ανάγκη το κεφάλαιο.
Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ σημειώνουν με έμφαση την ανάγκη να διαμορφώσουν προϋποθέσεις ενεργότερης, έως και μαχητικής στήριξης της αντιλαϊκής πολιτικής από τους εργαζόμενους και το λαό, ώστε να συναντά τις μικρότερες δυνατές αντιδράσεις η υλοποίηση των μέτρων που έχει ανάγκη το κεφάλαιο.
Ο στόχος αυτός, ενόψει της εφαρμογής όσων αποφασίστηκαν στο πλαίσιο της δεύτερης «αξιολόγησης» και ενόψει της τρίτης «αξιολόγησης», εξειδικεύεται από την κυβέρνηση στην ενεργοποίηση παλιών και νέων μέσων χειραγώγησης και ενσωμάτωσης του λαού στους στόχους και τη στρατηγική του κεφαλαίου, εν προκειμένω στο στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης, που απαιτεί θυσίες δίχως τέλος από τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα.
Η κυβέρνηση το αναλύει ως εξής: «Ζούμε μια κρίση των πολιτικών και κοινωνικών εκπροσωπήσεων, άρα η κοινωνία ούτε ταυτίζεται ούτε εκπροσωπείται αυθεντικά από τους υφιστάμενους θεσμούς και τα κοινωνικά υποκείμενα. Αρα, αυτή τη συνέργεια θα την καταστήσουμε εφικτή με παλιές και νέες μορφές, με πρωτότυπους θεσμούς συμμετοχής της κοινωνίας στη διαδικασία, στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση της ανάπτυξης».
Τον ίδιο στόχο περιγράφει και η πρόσφατη Πολιτική Απόφαση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ: «Προτεραιότητα στη νέα περίοδο είναι η συμμετοχή της κοινωνίας στο σχεδιασμό και την υλοποίηση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Συστατικό της δικής μας αντίληψης για την ανάπτυξη, πέρα από το κράτος και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, είναι η διαμόρφωση ενός χώρου όπου πρωταγωνιστές θα είναι οι πολίτες. Πρωτοβουλίες κοινωνικής οικονομίας, δομές αλληλεγγύης, ενεργειακές κοινότητες, σχήματα μικροπιστώσεων, ομάδες παραγωγών, πρωτοβάθμιοι συνεταιρισμοί, ακόμη και άτυπες συλλογικές ομάδες. Στόχο έχουν να καταστεί πρωταγωνιστής ο άνθρωπος και οι πραγματικές του ανάγκες».
Πώς θα γίνει αυτό; Σύμφωνα με την κυβέρνηση, με τη συμμετοχή σε νέους θεσμούς «κοινωνικής εκπροσώπησης», όπως είναι η «Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία», οι «ενεργειακοί συνεταιρισμοί» και οι «ενεργειακές κοινότητες», η δημιουργία «σχημάτων μικροπιστώσεων» κ.ά. Το δίκτυο όλων αυτών των «νέων» μορφών, σύμφωνα πάντα με τα κυβερνητικά επιτελεία, διαμορφώνει «ένα θεσμικό "οικοσύστημα" με πολλές δυνατότητες, το οποίο όμως απαιτεί ένα κίνημα πρωτοβουλιών και δράσεων, όπως έγινε κάποτε με τη δημιουργία συνδικάτων ή συνεταιρισμών».
Θυμίζοντας πολλά από τη «συμμετοχική δημοκρατία» παλιότερων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ πάνε ένα βήμα πιο πέρα και ζητάνε από το λαό να παίξει συνειδητά και αγόγγυστα ρόλο νεροκουβαλητή του κεφαλαίου στην «μεταμνημονιακή» - όπως τη χαρακτηρίζουν - εποχή.
Υπόσχονται οφέλη από την ανάπτυξη σ' αυτούς που άφησε άνεργους η βαθιά καπιταλιστική κρίση, σ' αυτούς που τσάκισε η αντιλαϊκή τους πολιτική, σ' αυτούς που πληρώνουν διαχρονικά τα απανωτά μέτρα στήριξης των επιχειρηματικών ομίλων, από τη δραστηριοποίησή τους σε έναν δήθεν «ενδιάμεσο» χώρο της οικονομίας, που δεν ταυτίζεται ούτε με τον ιδιωτικό, ούτε με τον κρατικό τομέα και επιτρέπει τάχα μια «ανάπτυξη από τα κάτω», με την «ενεργοποίηση της ίδιας της κοινωνίας και των φορέων της σε συλλογικά σχήματα».
Με θράσος υποδεικνύουν στον άνεργο ή στον υποαπασχολούμενο της Δυτικής Μακεδονίας να δραστηριοποιηθεί πρωτόβουλα σε κάποιον «ενεργειακό συνεταιρισμό», σερβίροντας την αυταπάτη ότι με τον τρόπο αυτό θα έχει κι αυτός μερίδιο στο νέο τοπίο που διαμορφώνει η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και της «απελευθέρωσης» της Ενέργειας, η οποία ενισχύει αντικειμενικά τη θέση και τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε πολυεθνικά μεγαθήρια, που ούτως ή άλλως είναι κυρίαρχα.
Συνιστούν προκλητικά στον πενηντάχρονο που έχασε τη δουλειά του να εναποθέσει τις ελπίδες του για μεροκάματο στην «επιχειρηματικότητα» μέσω κάποιας ΚΟΙΝΣΕΠ, που λειτουργεί με όρους καπιταλιστικής αγοράς, ή στον ΕΒΕ που ψυχορραγεί στον ανταγωνισμό με τα μονοπώλια να αναζητήσει χρηματοδότηση από ένα «σχήμα μικροπιστώσεων», όταν στο επίσημο τραπεζικό σύστημα «πέφτουν κορμιά» για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, για το ξεκαθάρισμα της αγοράς και την αναδιανομή της «πίτας» μόνο σε όσες επιχειρήσεις κριθούν «υγιείς».
Παρά την εργοδοτική - κυβερνητική πλειοψηφία στην ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος και την προσπάθεια των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ να συνδράμουν με κάθε τρόπο τον εκφυλισμό του και την πλήρη ενσωμάτωση στους στόχους του κεφαλαίου, βλέπουν με ανησυχία τις οργανωμένες εργατικές - λαϊκές κινητοποιήσεις, τις εστίες αγώνα και διεκδίκησης που αναπτύσσονται σε κλάδους και τόπους δουλειάς, κάτω από την όξυνση των προβλημάτων και την παρέμβαση του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος.
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, τη διασφάλιση όρων σταθερότητας στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και στην κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής, στελέχη της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ προτείνουν συνταγές ενσωμάτωσης του λαού με τη σύμπτυξη ευρύτερων συμμαχιών ανάμεσα στις αστικές πολιτικές δυνάμεις, ώστε να υπηρετείται από τη μια η μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση στα αντιλαϊκά μέτρα, και να διασφαλίζεται από την άλλη η κυβερνητική εναλλαγή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν όσα έγραψε σε πρόσφατο άρθρο του ο Κ. Ζαχαριάδης, διευθυντής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Διαπιστώνοντας ότι «η εποχή των μονοκομματικών κυβερνήσεων έχει περάσει», προτείνει «να ξεκινήσουν διεργασίες για την αναζήτηση κοινών τόπων σε ολόκληρο το μέτωπο του ευρύτατου προοδευτικού χώρου (...) να αναζητηθούν εγκαίρως νέες συμμαχίες (...) Οι προσεχείς εκλογικές μάχες είναι μια ευκαιρία για "από τα κάτω" ανασύνθεση του πολιτικού τοπίου, για νέες διαχωριστικές γραμμές στον άξονα "πρόοδος - συντήρηση"».
Το συγκεκριμένο δίπολο επαναλαμβάνεται συχνά το τελευταίο διάστημα, παίρνοντας κάθε φορά διαφορετικό περιεχόμενο στην αντιπαράθεση του ΣΥΡΙΖΑ με τη Νέα Δημοκρατία: Από τα ζητήματα της Εκπαίδευσης και της αριστείας, στα θέματα της Υγείας και της στρατιωτικής θητείας και από τη λειτουργία των θεσμών του αστικού κράτους, μέχρι τη θρησκεία.
Πρόκειται για κάλπικες διαχωριστικές γραμμές, που υπηρετούν τον αποπροσανατολισμό του λαού και τη συγκάλυψη της στρατηγικής τους σύμπλευσης στην υπηρέτηση των γενικών συμφερόντων του κεφαλαίου και των σχεδίων για ανάκαμψη της κερδοφορίας του. Ο καβγάς τους καμιά σχέση δεν έχει με τα πραγματικά συμφέροντα του λαού και τις σύγχρονες ανάγκες του, που συνθλίβονται στα γρανάζια της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Το πραγματικό δίλημμα που έχει μπροστά του ο λαός είναι ένα: Ανάπτυξη για ποιον; Για την κερδοφορία των μονοπωλίων, την οικειοποίηση του πλούτου από τους λίγους, ή για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών της συντριπτικής λαϊκής πλειοψηφίας, όπως είναι σήμερα εφικτό να συμβεί, παίρνοντας υπόψη τη μεγάλη πρόοδο της τεχνικής και της επιστήμης, την τεράστια άνοδο της παραγωγικότητας;
Οι σύγχρονες και διευρυμένες λαϊκές ανάγκες είναι ασύμβατες με το δρόμο ανάπτυξης που υπηρετούν τα αστικά κόμματα, ανεξάρτητα από τις μεταξύ τους διαφορές και απόψεις για το αποτελεσματικότερο «σχήμα» διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας σε ανάπτυξη και κρίση. Γι' αυτό η «ανάπτυξη» και η «ανασύνθεση του πολιτικού τοπίου από τα κάτω», στις οποίες η κυβέρνηση καλεί το λαό να στρατευτεί, είναι στόχοι εχθρικοί προς τα πραγματικά του συμφέροντα. Είναι παγίδα που πρέπει με την πάλη του να αχρηστεύσει.
Διέξοδο για το λαό μπορεί να δώσει μόνο η οργάνωση από τα κάτω και η πάλη για την ανάκτηση των απωλειών, τη δημιουργία προϋποθέσεων για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Ελπίδα και προοπτική υπάρχει στην ισχυροποίηση του ΚΚΕ, που δίνει όλες του τις δυνάμεις για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και το δυνάμωμα της Κοινωνικής Συμμαχίας, στην πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.
Συντηρητικό είναι σήμερα ό,τι εμποδίζει την κίνηση της κοινωνίας προς τα μπρος, η πολιτική και τα κόμματα που υπερασπίζονται και εξωραΐζουν τον σάπιο καπιταλισμό και τα παράγωγά του, τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, την προσφυγιά, τη φτώχεια. Πραγματικά προοδευτική είναι μόνο η πάλη για την ανατροπή αυτού του συστήματος, για την εργατική εξουσία και την οργάνωση της οικονομίας με κριτήριο τις σύγχρονες ανάγκες, την ευημερία των εργαζομένων και του λαού.
Η κυβέρνηση το αναλύει ως εξής: «Ζούμε μια κρίση των πολιτικών και κοινωνικών εκπροσωπήσεων, άρα η κοινωνία ούτε ταυτίζεται ούτε εκπροσωπείται αυθεντικά από τους υφιστάμενους θεσμούς και τα κοινωνικά υποκείμενα. Αρα, αυτή τη συνέργεια θα την καταστήσουμε εφικτή με παλιές και νέες μορφές, με πρωτότυπους θεσμούς συμμετοχής της κοινωνίας στη διαδικασία, στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση της ανάπτυξης».
Τον ίδιο στόχο περιγράφει και η πρόσφατη Πολιτική Απόφαση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ: «Προτεραιότητα στη νέα περίοδο είναι η συμμετοχή της κοινωνίας στο σχεδιασμό και την υλοποίηση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Συστατικό της δικής μας αντίληψης για την ανάπτυξη, πέρα από το κράτος και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, είναι η διαμόρφωση ενός χώρου όπου πρωταγωνιστές θα είναι οι πολίτες. Πρωτοβουλίες κοινωνικής οικονομίας, δομές αλληλεγγύης, ενεργειακές κοινότητες, σχήματα μικροπιστώσεων, ομάδες παραγωγών, πρωτοβάθμιοι συνεταιρισμοί, ακόμη και άτυπες συλλογικές ομάδες. Στόχο έχουν να καταστεί πρωταγωνιστής ο άνθρωπος και οι πραγματικές του ανάγκες».
Ανάπτυξη για το κεφάλαιο...
Τι επιδιώκουν στην πραγματικότητα; Να αναλάβουν οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα την «ιδιοκτησία» του «αναπτυξιακού» προγράμματος της κυβέρνησης και του κεφαλαίου, να γίνουν ένθερμοι υποστηρικτές της πολιτικής που τους τσακίζει και αντίστροφα «μπουκώνει» με νέα προνόμια, επιδοτήσεις και απαλλαγές τους επιχειρηματικούς ομίλους, για να θωρακιστούν η ανταγωνιστικότητα και η κερδοφορία τους.
Να καλλιεργήσουν την πεποίθηση και την κάλπικη ελπίδα στο λαό που υποφέρει, ότι το δικό τους σχέδιο για την ανάπτυξη είναι διαφορετικό από αυτό των προηγούμενων και ότι δημιουργεί χώρο για την κατανομή των «ωφελημάτων» της ανάπτυξης όχι μόνο στους μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους, αλλά και σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Αρκεί αυτά να πάρουν ενεργά μέρος στο «εγχείρημα», στηρίζοντας την πολιτική και το γενικότερο σχέδιο που προωθεί η κυβέρνηση για λογαριασμό του κεφαλαίου.Πώς θα γίνει αυτό; Σύμφωνα με την κυβέρνηση, με τη συμμετοχή σε νέους θεσμούς «κοινωνικής εκπροσώπησης», όπως είναι η «Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία», οι «ενεργειακοί συνεταιρισμοί» και οι «ενεργειακές κοινότητες», η δημιουργία «σχημάτων μικροπιστώσεων» κ.ά. Το δίκτυο όλων αυτών των «νέων» μορφών, σύμφωνα πάντα με τα κυβερνητικά επιτελεία, διαμορφώνει «ένα θεσμικό "οικοσύστημα" με πολλές δυνατότητες, το οποίο όμως απαιτεί ένα κίνημα πρωτοβουλιών και δράσεων, όπως έγινε κάποτε με τη δημιουργία συνδικάτων ή συνεταιρισμών».
Θυμίζοντας πολλά από τη «συμμετοχική δημοκρατία» παλιότερων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ πάνε ένα βήμα πιο πέρα και ζητάνε από το λαό να παίξει συνειδητά και αγόγγυστα ρόλο νεροκουβαλητή του κεφαλαίου στην «μεταμνημονιακή» - όπως τη χαρακτηρίζουν - εποχή.
Υπόσχονται οφέλη από την ανάπτυξη σ' αυτούς που άφησε άνεργους η βαθιά καπιταλιστική κρίση, σ' αυτούς που τσάκισε η αντιλαϊκή τους πολιτική, σ' αυτούς που πληρώνουν διαχρονικά τα απανωτά μέτρα στήριξης των επιχειρηματικών ομίλων, από τη δραστηριοποίησή τους σε έναν δήθεν «ενδιάμεσο» χώρο της οικονομίας, που δεν ταυτίζεται ούτε με τον ιδιωτικό, ούτε με τον κρατικό τομέα και επιτρέπει τάχα μια «ανάπτυξη από τα κάτω», με την «ενεργοποίηση της ίδιας της κοινωνίας και των φορέων της σε συλλογικά σχήματα».
Με θράσος υποδεικνύουν στον άνεργο ή στον υποαπασχολούμενο της Δυτικής Μακεδονίας να δραστηριοποιηθεί πρωτόβουλα σε κάποιον «ενεργειακό συνεταιρισμό», σερβίροντας την αυταπάτη ότι με τον τρόπο αυτό θα έχει κι αυτός μερίδιο στο νέο τοπίο που διαμορφώνει η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και της «απελευθέρωσης» της Ενέργειας, η οποία ενισχύει αντικειμενικά τη θέση και τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε πολυεθνικά μεγαθήρια, που ούτως ή άλλως είναι κυρίαρχα.
Συνιστούν προκλητικά στον πενηντάχρονο που έχασε τη δουλειά του να εναποθέσει τις ελπίδες του για μεροκάματο στην «επιχειρηματικότητα» μέσω κάποιας ΚΟΙΝΣΕΠ, που λειτουργεί με όρους καπιταλιστικής αγοράς, ή στον ΕΒΕ που ψυχορραγεί στον ανταγωνισμό με τα μονοπώλια να αναζητήσει χρηματοδότηση από ένα «σχήμα μικροπιστώσεων», όταν στο επίσημο τραπεζικό σύστημα «πέφτουν κορμιά» για τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων, για το ξεκαθάρισμα της αγοράς και την αναδιανομή της «πίτας» μόνο σε όσες επιχειρήσεις κριθούν «υγιείς».
...με συναίνεση «απ' τα κάτω»
Στον αντίποδα, με την αναφορά της σε «ξεπερασμένους θεσμούς της κοινωνικής εκπροσώπησης», στους οποίους συγκαταλέγει και τα συνδικάτα, η κυβέρνηση προσπαθεί να απαξιώσει τη συνδικαλιστική οργάνωση και δράση. Και αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο.Παρά την εργοδοτική - κυβερνητική πλειοψηφία στην ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος και την προσπάθεια των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ να συνδράμουν με κάθε τρόπο τον εκφυλισμό του και την πλήρη ενσωμάτωση στους στόχους του κεφαλαίου, βλέπουν με ανησυχία τις οργανωμένες εργατικές - λαϊκές κινητοποιήσεις, τις εστίες αγώνα και διεκδίκησης που αναπτύσσονται σε κλάδους και τόπους δουλειάς, κάτω από την όξυνση των προβλημάτων και την παρέμβαση του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος.
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, τη διασφάλιση όρων σταθερότητας στην αναπαραγωγή του κεφαλαίου και στην κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής, στελέχη της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ προτείνουν συνταγές ενσωμάτωσης του λαού με τη σύμπτυξη ευρύτερων συμμαχιών ανάμεσα στις αστικές πολιτικές δυνάμεις, ώστε να υπηρετείται από τη μια η μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση στα αντιλαϊκά μέτρα, και να διασφαλίζεται από την άλλη η κυβερνητική εναλλαγή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν όσα έγραψε σε πρόσφατο άρθρο του ο Κ. Ζαχαριάδης, διευθυντής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Διαπιστώνοντας ότι «η εποχή των μονοκομματικών κυβερνήσεων έχει περάσει», προτείνει «να ξεκινήσουν διεργασίες για την αναζήτηση κοινών τόπων σε ολόκληρο το μέτωπο του ευρύτατου προοδευτικού χώρου (...) να αναζητηθούν εγκαίρως νέες συμμαχίες (...) Οι προσεχείς εκλογικές μάχες είναι μια ευκαιρία για "από τα κάτω" ανασύνθεση του πολιτικού τοπίου, για νέες διαχωριστικές γραμμές στον άξονα "πρόοδος - συντήρηση"».
Το συγκεκριμένο δίπολο επαναλαμβάνεται συχνά το τελευταίο διάστημα, παίρνοντας κάθε φορά διαφορετικό περιεχόμενο στην αντιπαράθεση του ΣΥΡΙΖΑ με τη Νέα Δημοκρατία: Από τα ζητήματα της Εκπαίδευσης και της αριστείας, στα θέματα της Υγείας και της στρατιωτικής θητείας και από τη λειτουργία των θεσμών του αστικού κράτους, μέχρι τη θρησκεία.
Κάλπικες διαχωριστικές γραμμές
Το κόμματα που ψήφισαν μαζί το 3ο μνημόνιο, που έχουν συνευθύνη για τα βάσανα του λαού, τα κόμματα που υπερασπίζονται το ίδιο σάπιο σύστημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και συντάσσονται στο στόχο της ανάκαμψης της κερδοφορίας του κεφαλαίου, που η πολιτική του ενός αποτελεί συνέχεια της αντιλαϊκής πολιτικής του άλλου, τα κόμματα που ανταγωνίζονται στο ποιος τα καταφέρνει καλύτερα στις ιδιωτικοποιήσεις, στις περικοπές συντάξεων και στις άλλες αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις, τα κόμματα που υπερασπίζονται με λύσσα την ιμπεριαλιστική «σταθερότητα» στην ευρύτερη περιοχή, τη συμμετοχή της χώρας στα σχέδια και τις επεμβάσεις του ΝΑΤΟ, διεκδικώντας μάλιστα αναβαθμισμένο ρόλο για τη χώρα, τσακώνονται τάχα μπροστά στο λαό για το ποιος είναι «προοδευτικός» και ποιος «συντηρητικός»!Πρόκειται για κάλπικες διαχωριστικές γραμμές, που υπηρετούν τον αποπροσανατολισμό του λαού και τη συγκάλυψη της στρατηγικής τους σύμπλευσης στην υπηρέτηση των γενικών συμφερόντων του κεφαλαίου και των σχεδίων για ανάκαμψη της κερδοφορίας του. Ο καβγάς τους καμιά σχέση δεν έχει με τα πραγματικά συμφέροντα του λαού και τις σύγχρονες ανάγκες του, που συνθλίβονται στα γρανάζια της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Το πραγματικό δίλημμα που έχει μπροστά του ο λαός είναι ένα: Ανάπτυξη για ποιον; Για την κερδοφορία των μονοπωλίων, την οικειοποίηση του πλούτου από τους λίγους, ή για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών της συντριπτικής λαϊκής πλειοψηφίας, όπως είναι σήμερα εφικτό να συμβεί, παίρνοντας υπόψη τη μεγάλη πρόοδο της τεχνικής και της επιστήμης, την τεράστια άνοδο της παραγωγικότητας;
Οι σύγχρονες και διευρυμένες λαϊκές ανάγκες είναι ασύμβατες με το δρόμο ανάπτυξης που υπηρετούν τα αστικά κόμματα, ανεξάρτητα από τις μεταξύ τους διαφορές και απόψεις για το αποτελεσματικότερο «σχήμα» διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας σε ανάπτυξη και κρίση. Γι' αυτό η «ανάπτυξη» και η «ανασύνθεση του πολιτικού τοπίου από τα κάτω», στις οποίες η κυβέρνηση καλεί το λαό να στρατευτεί, είναι στόχοι εχθρικοί προς τα πραγματικά του συμφέροντα. Είναι παγίδα που πρέπει με την πάλη του να αχρηστεύσει.
Διέξοδο για το λαό μπορεί να δώσει μόνο η οργάνωση από τα κάτω και η πάλη για την ανάκτηση των απωλειών, τη δημιουργία προϋποθέσεων για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Ελπίδα και προοπτική υπάρχει στην ισχυροποίηση του ΚΚΕ, που δίνει όλες του τις δυνάμεις για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και το δυνάμωμα της Κοινωνικής Συμμαχίας, στην πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.
Συντηρητικό είναι σήμερα ό,τι εμποδίζει την κίνηση της κοινωνίας προς τα μπρος, η πολιτική και τα κόμματα που υπερασπίζονται και εξωραΐζουν τον σάπιο καπιταλισμό και τα παράγωγά του, τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, την προσφυγιά, τη φτώχεια. Πραγματικά προοδευτική είναι μόνο η πάλη για την ανατροπή αυτού του συστήματος, για την εργατική εξουσία και την οργάνωση της οικονομίας με κριτήριο τις σύγχρονες ανάγκες, την ευημερία των εργαζομένων και του λαού.