Η δημοσιοποίηση της πρότασης Νίμιτς επιβεβαιώνει με τον πιο ξεκάθαρο
τρόπο ότι το πλαίσιο και το χρονοδιάγραμμα της διαπραγμάτευσης για το
Σκοπιανό τίθενται από τους επικίνδυνους σχεδιασμούς ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ στην
περιοχή της Βαλκανικής. Σε αυτούς τους σχεδιασμούς, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ -
ΑΝΕΛ έχει αναβαθμισμένο ρόλο, προσδοκώντας νέες «ευκαιρίες» και οφέλη
για την ελληνική αστική τάξη, όχι για το λαό.
Αλλωστε, σε Ελλάδα και ΠΓΔΜ κανείς δεν το κρύβει ότι το «επείγον» της «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης», ανταγωνιστικά προς τα σχέδια της Ρωσίας να διατηρήσει και να επεκτείνει την επιρροή της στα Βαλκάνια, είναι που θέτει
στο τραπέζι με τόσο επιτακτικό τρόπο τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων ανάμεσα στις δυο χώρες.
Απ' αυτήν τη σκοπιά, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ακόμα και στο ονοματολογικό, ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ συνδέει άμεσα τις αλλαγές που καλούνται να κάνουν τα Σκόπια με τα διάφορα στάδια ένταξής τους στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, ενώ επαφίεται στην καλή προαίρεση της ΠΓΔΜ να αποφασίσει αν και ποιες αλλαγές θα κάνει στο Σύνταγμά της, που τροφοδοτεί τον αλυτρωτισμό. Είναι εξόφθαλμο, επομένως, ότι το σχέδιο Νίμιτς είναι κομμένο και ραμμένο με ευρωατλαντικό «πατρόν» και δεν χωράει καμιά συζήτηση.
Από την άλλη, η πρόταση που ετοιμάζει η ελληνική κυβέρνηση με τη μορφή «συμφώνου» για το Σκοπιανό, έχει για προμετωπίδα τις εγγυήσεις ότι η Ελλάδα θα διευκολύνει την ένταξη των Σκοπίων σε ΝΑΤΟ και ΕΕ. Με αυτόν τον τρόπο, η «ευρωατλαντική ολοκλήρωση» των Βαλκανίων και επομένως οι σχεδιασμοί ΝΑΤΟ - ΕΕ αναγορεύονται σε κυρίαρχους παράγοντες και καθοριστικό κριτήριο στη διαπραγμάτευση με την ΠΓΔΜ.
Βέβαια, οι σχεδιασμοί αυτοί δεν ξεκινάνε τώρα. Επεκτείνονται πολύ πίσω στο παρελθόν, όταν η ΕΕ αποφάσιζε τη διάλυση της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και με την ιμπεριαλιστική επέμβαση του ΝΑΤΟ χαράσσονταν ξανά τα σύνορα στη Βαλκανική. Συνέχεια στις σημερινές συνθήκες είναι η επιτάχυνση της «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης», με αναβαθμισμένο ρόλο της Ελλάδας.
Με άλλα λόγια, οι μακελάρηδες των Βαλκανίων, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ, παρουσιάζονται σήμερα ως «εγγυητές» τάχα της σταθερότητας και της ειρήνης στην περιοχή, ενώ και η Ελλάδα προσαρμόζει το ρόλο της: Από ορμητήριο για τους ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς το 1999, που επισφράγισαν το διαμελισμό της πρώην Γιουγκοσλαβίας, γίνεται ο «σημαιοφόρος» της ένταξης των κρατών της Βαλκανικής στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ.
Μάλιστα, επειδή η διαδικασία επείγει και προκειμένου να μη χαθεί το «ορόσημο» της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούλη, η ελληνική κυβέρνηση, στο «σύμφωνο» που ετοιμάζει, εμφανίζεται να αναγνωρίζει την «αδυναμία» της κυβέρνησης Ζάεφ να διαμορφώσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία για αλλαγές στο Σύνταγμα, κουκουλώνοντας το ζήτημα του αλυτρωτισμού και περιορίζοντας την αντιπαράθεση στο θέμα του ονόματος. Μια τέτοια συμφωνία όχι μόνο δεν αποτελεί λύση, αλλά αντίθετα, όσο κι αν φορέσει «φιλειρηνική προβιά», αναπαράγει τους κινδύνους, δεν είναι προς όφελος του ελληνικού και των άλλων λαών της περιοχής.
Απάντηση στο σχέδιο Νίμιτς και τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες δεν αποτελούν τα εθνικιστικά και αλυτρωτικά συνθήματα, όπως αυτά που ακούστηκαν στα πρόσφατα συλλαλητήρια, «Η Μακεδονία είναι ελληνική», «Η Μακεδονία είναι μία και είναι Ελλάδα», την ίδια ώρα μάλιστα που δεν ειπώθηκε λέξη ενάντια στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς.
Στην πραγματικότητα, αυτά τα συνθήματα εκφράζουν αλυτρωτισμό, αφού στην ουσία αμφισβητούν το γεγονός ότι η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, με βάση τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, «μοιράστηκε» σε τρία κράτη (Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία). «Ανοίγουν» έτσι την Κερκόπορτα της αμφισβήτησης συνόρων, σε συνθήκες μάλιστα που ανοίγει η συζήτηση για αναθεώρηση της Λοζάνης από την Τουρκία, «βούτυρο στο ψωμί» των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών.
Πολύ περισσότερο που στα θολά νερά του εθνικισμού ψαρεύουν πολιτικές δυνάμεις από τη ΝΔ, που υπερθεματίζει των ευρωατλαντικών σχεδίων, κάνοντας κριτική στην κυβέρνηση για ανικανότητα, μέχρι φασιστικές δυνάμεις, όπως η εγκληματική Χρυσή Αυγή.
Υπάρχει δραματική πείρα και μάλιστα μπόλικη στα Βαλκάνια, για το πού οδήγησαν οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί και ανταγωνισμοί, η εμπλοκή της Ελλάδας για λογαριασμό του κεφαλαίου, πού οδήγησε η ενίσχυση του αλυτρωτισμού και του εθνικισμού. Αυτή η πείρα πρέπει να αξιοποιηθεί για να δυναμώσει ο αγώνας ενάντια στα ιμπεριαλιστικά σχέδια ΝΑΤΟ - ΕΕ και τη συμμετοχή της χώρας για λογαριασμό της αστικής τάξης, να δυναμώσει η διεθνιστική αλληλεγγύη.
Αλλωστε, σε Ελλάδα και ΠΓΔΜ κανείς δεν το κρύβει ότι το «επείγον» της «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης», ανταγωνιστικά προς τα σχέδια της Ρωσίας να διατηρήσει και να επεκτείνει την επιρροή της στα Βαλκάνια, είναι που θέτει
στο τραπέζι με τόσο επιτακτικό τρόπο τη διευθέτηση των εκκρεμοτήτων ανάμεσα στις δυο χώρες.
Απ' αυτήν τη σκοπιά, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ακόμα και στο ονοματολογικό, ο ειδικός απεσταλμένος του ΟΗΕ συνδέει άμεσα τις αλλαγές που καλούνται να κάνουν τα Σκόπια με τα διάφορα στάδια ένταξής τους στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, ενώ επαφίεται στην καλή προαίρεση της ΠΓΔΜ να αποφασίσει αν και ποιες αλλαγές θα κάνει στο Σύνταγμά της, που τροφοδοτεί τον αλυτρωτισμό. Είναι εξόφθαλμο, επομένως, ότι το σχέδιο Νίμιτς είναι κομμένο και ραμμένο με ευρωατλαντικό «πατρόν» και δεν χωράει καμιά συζήτηση.
Από την άλλη, η πρόταση που ετοιμάζει η ελληνική κυβέρνηση με τη μορφή «συμφώνου» για το Σκοπιανό, έχει για προμετωπίδα τις εγγυήσεις ότι η Ελλάδα θα διευκολύνει την ένταξη των Σκοπίων σε ΝΑΤΟ και ΕΕ. Με αυτόν τον τρόπο, η «ευρωατλαντική ολοκλήρωση» των Βαλκανίων και επομένως οι σχεδιασμοί ΝΑΤΟ - ΕΕ αναγορεύονται σε κυρίαρχους παράγοντες και καθοριστικό κριτήριο στη διαπραγμάτευση με την ΠΓΔΜ.
Βέβαια, οι σχεδιασμοί αυτοί δεν ξεκινάνε τώρα. Επεκτείνονται πολύ πίσω στο παρελθόν, όταν η ΕΕ αποφάσιζε τη διάλυση της πρώην ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και με την ιμπεριαλιστική επέμβαση του ΝΑΤΟ χαράσσονταν ξανά τα σύνορα στη Βαλκανική. Συνέχεια στις σημερινές συνθήκες είναι η επιτάχυνση της «ευρωατλαντικής ολοκλήρωσης», με αναβαθμισμένο ρόλο της Ελλάδας.
Με άλλα λόγια, οι μακελάρηδες των Βαλκανίων, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΕ, παρουσιάζονται σήμερα ως «εγγυητές» τάχα της σταθερότητας και της ειρήνης στην περιοχή, ενώ και η Ελλάδα προσαρμόζει το ρόλο της: Από ορμητήριο για τους ΝΑΤΟικούς βομβαρδισμούς το 1999, που επισφράγισαν το διαμελισμό της πρώην Γιουγκοσλαβίας, γίνεται ο «σημαιοφόρος» της ένταξης των κρατών της Βαλκανικής στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ.
Μάλιστα, επειδή η διαδικασία επείγει και προκειμένου να μη χαθεί το «ορόσημο» της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ τον Ιούλη, η ελληνική κυβέρνηση, στο «σύμφωνο» που ετοιμάζει, εμφανίζεται να αναγνωρίζει την «αδυναμία» της κυβέρνησης Ζάεφ να διαμορφώσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία για αλλαγές στο Σύνταγμα, κουκουλώνοντας το ζήτημα του αλυτρωτισμού και περιορίζοντας την αντιπαράθεση στο θέμα του ονόματος. Μια τέτοια συμφωνία όχι μόνο δεν αποτελεί λύση, αλλά αντίθετα, όσο κι αν φορέσει «φιλειρηνική προβιά», αναπαράγει τους κινδύνους, δεν είναι προς όφελος του ελληνικού και των άλλων λαών της περιοχής.
Απάντηση στο σχέδιο Νίμιτς και τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες δεν αποτελούν τα εθνικιστικά και αλυτρωτικά συνθήματα, όπως αυτά που ακούστηκαν στα πρόσφατα συλλαλητήρια, «Η Μακεδονία είναι ελληνική», «Η Μακεδονία είναι μία και είναι Ελλάδα», την ίδια ώρα μάλιστα που δεν ειπώθηκε λέξη ενάντια στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς.
Στην πραγματικότητα, αυτά τα συνθήματα εκφράζουν αλυτρωτισμό, αφού στην ουσία αμφισβητούν το γεγονός ότι η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, με βάση τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, «μοιράστηκε» σε τρία κράτη (Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία). «Ανοίγουν» έτσι την Κερκόπορτα της αμφισβήτησης συνόρων, σε συνθήκες μάλιστα που ανοίγει η συζήτηση για αναθεώρηση της Λοζάνης από την Τουρκία, «βούτυρο στο ψωμί» των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών.
Πολύ περισσότερο που στα θολά νερά του εθνικισμού ψαρεύουν πολιτικές δυνάμεις από τη ΝΔ, που υπερθεματίζει των ευρωατλαντικών σχεδίων, κάνοντας κριτική στην κυβέρνηση για ανικανότητα, μέχρι φασιστικές δυνάμεις, όπως η εγκληματική Χρυσή Αυγή.
Υπάρχει δραματική πείρα και μάλιστα μπόλικη στα Βαλκάνια, για το πού οδήγησαν οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί και ανταγωνισμοί, η εμπλοκή της Ελλάδας για λογαριασμό του κεφαλαίου, πού οδήγησε η ενίσχυση του αλυτρωτισμού και του εθνικισμού. Αυτή η πείρα πρέπει να αξιοποιηθεί για να δυναμώσει ο αγώνας ενάντια στα ιμπεριαλιστικά σχέδια ΝΑΤΟ - ΕΕ και τη συμμετοχή της χώρας για λογαριασμό της αστικής τάξης, να δυναμώσει η διεθνιστική αλληλεγγύη.