Τρεις ώρες κράτησε η συνέντευξη του υπουργού
Οικονομικών σε τηλεοπτικό κανάλι, το βράδυ της Δευτέρας, και τελικά δεν
απαντήθηκαν τα αναμενόμενα από μια κυβέρνηση, που πριν από ένα μήνα πήρε
την ψήφο σημαντικής μερίδας του λαού, υποσχόμενη ότι θα καταργήσει το
μνημόνιο και θα συμβάλει με την πολιτική της να πάρουν ανάσα οι
χειμαζόμενοι άνθρωποι. Στις τρεις ώρες της κουβέντας, δεν ακούστηκε λέξη
για αναπλήρωση απωλειών και για κάποιου τύπου αντιστοίχιση του λαϊκού
εισοδήματος με την κάλυψη των σύγχρονων αναγκών, για εργατικά - λαϊκά
δικαιώματα.
Η αλήθεια είναι ότι είχε την ευκαιρία να μιλήσει αλλά
δεν το 'κανε. Για παράδειγμα, μια ερώτηση αφορούσε το ποιες είναι οι
«κόκκινες γραμμές» της κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς»
(ΕΕ - ΕΚΤ - ΔΝΤ). Η απάντησή του, προς έκπληξη πολλών, είναι
χαρακτηριστική.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα λόγια του υπουργού η απάντηση
βρίσκεται στη λύση «τριών εξισώσεων με τρεις αγνώστους». Οπως εξήγησε:
Πρέπει να εξασφαλιστεί πρωτογενές πλεόνασμα που «δεν σκοτώνει την
ιδιωτική οικονομία», σε συνάρτηση με τη διάρθρωση του χρέους (τι, σε
ποιον και πότε πρέπει να πληρωθεί) κι αυτό επίσης σε συνάρτηση με την
αξίωση να είναι οι επενδύσεις περισσότερες από τις αποταμιεύσεις
(δηλαδή, το κεφάλαιο να μη λιμνάζει, αλλά να επενδυθεί). Όλα αυτά, σε
απλά Ελληνικά, σημαίνουν μόνο ότι η «κόκκινη γραμμή» της συγκυβέρνησης
είναι η στήριξη της καπιταλιστικής ανάκαμψης.
Ο υπουργός Οικονομικών, πράγματι, με την απάντησή του
για τις «κόκκινες γραμμές» παρουσίασε τον πυρήνα της κυβερνητικής
πολιτικής.
Χωρίς δημιουργία περιβάλλοντος για επενδύσεις δεν
υπάρχει βελτίωση. Επενδύσεις δεν θα υπάρχουν αν δεν δοθεί στους
καπιταλιστές «έδαφος» να πατήσουν. Αν, δηλαδή, δεν διατεθούν κρατικό
χρήμα, φοροαπαλλαγές, αν δεν διαμορφωθεί επενδυτικό περιβάλλον που
απαιτεί πιο «ωφέλιμες» συμπράξεις του κράτους με τους ιδιώτες επενδυτές,
αν δεν αντιμετωπισθούν ζητήματα που αφορούν στη μείωση του λεγόμενου
«μη μισθολογικού κόστους» κ.ά. Προϋπόθεση γι' αυτό, βεβαίως, είναι να
μην πειραχτεί τρίχα από το σύνολο του αντεργατικού - αντιλαϊκού πλαισίου
που έχει δημιουργηθεί μέχρι σήμερα, να διατηρηθεί η πολιτική
φορολογικής επιβάρυνσης των εργαζομένων (βλέπε συνέχιση του ΕΝΦΙΑ επ'
αόριστον, αυξήσεις σε συντελεστές του ΦΠΑ κ.ά.) και των λαϊκών
στρωμάτων, να συνεχιστούν οι μειωμένες δαπάνες σε Υγεία, Παιδεία,
Κοινωνική Ασφάλιση κ.α. στο πλαίσιο των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών
και της εξασφάλισης των πρωτογενών πλεονασμάτων, ανεξάρτητα από το ύψος
τους.
Και, βέβαια, στο πλαίσιο αυτό, δεν χωράει ούτε η
ανάκτηση των απωλειών ούτε η διεκδίκηση των σύγχρονων εργατικών - λαϊκών
αναγκών, γι' αυτό άλλωστε ο Βαρουφάκης δεν τα ανέφερε ούτε ονομαστικά.
Αντίθετα, τα περί «αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης» αφορούν σε
ελάχιστα, που απευθύνονται μόνο σε όσους βρίσκονται στην ακραία φτώχεια
και αυτά με πολλά ερωτήματα ως προς την υλοποίησή τους.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, όχι τυχαίο στέλεχος της ΝΔ (η
κ. Ν. Τζαβέλλα) έγραψε χτες σε ένα ιστολόγιο απευθυνόμενη στη
συγκυβέρνηση: «Κανείς μας πια δεν νοιάζεται αν η γάτα είναι άσπρη ή
μαύρη. Αρκεί να πιάνει ποντίκια. Ετσι θα μετατραπεί η κρίση σε ευκαιρία
ανάπτυξης». Και όπως εξήγησε στο άρθρο της, «η βιωσιμότητα του χρέους
και η ικανότητα αποπληρωμής του βασίζονται κατά πολύ στην αναπτυξιακή
μας δύναμη. Μόνον μια αριστερή κυβέρνηση μπορεί να τα κάνει αυτά».
Τους λέει, δηλαδή, για λογαριασμό των συμφερόντων του
κεφαλαίου, που πιστά υπηρέτησε έως τώρα από διάφορες θέσεις,
«προχωράτε, σας στηρίζουμε, αυτός είναι ο δρόμος που έχουμε ανάγκη». Δεν
είναι όμως αυτός ο δρόμος του λαού...