Οι 25 άξονες πολιτικής, που κατέθεσε ο ΣΕΒ
για τη δημιουργία του «κατάλληλου επενδυτικού περιβάλλοντος»,
προβάλλονται σαν το «ευαγγέλιο» του κεφαλαίου, για το ξεπέρασμα της
καπιταλιστικής κρίσης και την ανάκαμψη της κερδοφορίας του στις πλάτες
του λαού και της εργατικής τάξης. Από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο
άξονα, όλες οι προτάσεις στοχεύουν στο πώς θα γίνει ακόμα πιο φθηνή η
εργατική δύναμη και πώς το καπιταλιστικό κράτος θα τεθεί ακόμα πιο
αποφασιστικά στην υπηρεσία των μονοπωλίων.
Αν και οι απαιτήσεις του ΣΕΒ δεν είναι καινούριες, σε συνθήκες παρατεταμένης καπιταλιστικής κρίσης σηματοδοτούν μια νέα επέλαση στα εργατικά δικαιώματα, αλλά και την ενίσχυση του ρόλου του αστικού κράτους στην εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών συμφερόντων. Και καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι ΣΕΒ και συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ συμπίπτουν απόλυτα στο στρατηγικό στόχο για την περίφημη «ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας»! Η ανασυγκρότηση αυτή, εκτός από τη διατήρηση των συμπιεσμένων μισθών, περιέχει τη μεγαλύτερη μείωση του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους», που σημαίνει, μεταξύ άλλων, και λιγότερα έσοδα για τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και παραπέρα βάθεμα των οικονομικών προβλημάτων των Ταμείων. Πολιτική που, αν υλοποιηθεί, θα φέρει νέες περικοπές στα ασφαλιστικά δικαιώματα, νέες ανατροπές σε ό,τι έχει απομείνει από την Κοινωνική Ασφάλιση και την Υγεία, με δεδομένη τη δέσμευση της κυβέρνησης για πλεονασματικούς προϋπολογισμούς.
Η ανασυγκρότηση αυτή σημαίνει, ταυτόχρονα, νέα προνόμια προς το κεφάλαιο, με την ενίσχυση των «επενδυτικών κινήτρων», των φοροαπαλλαγών, των χρηματοδοτικών «πακέτων» και νέων δανείων προς τους τραπεζίτες, τους βιομηχάνους και τους εφοπλιστές, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση σχεδιάζει να εξαπολύσει σαφάρι φοροεισπράξεων προς τους μικρούς ελεύθερους επαγγελματίες, εμπόρους και φτωχούς αγρότες, εκτοξεύοντας, μάλιστα, και τα προπαγανδιστικά σλόγκαν περί «πατριωτικού καθήκοντος». Περίεργη αντίληψη έχουν στην κυβέρνηση για τον πατριωτισμό. Οι λίγοι να πληρώνονται και να ενισχύονται με νέα «πακέτα» και οι πολλοί να πληρώνουν και να στενάζουν κάτω από νέα μέτρα.
Αυτή, όμως, είναι η φυσική εξέλιξη μιας κυβερνητικής στρατηγικής που, όπως και η προηγούμενη, ομνύει στην «ανταγωνιστικότητα» και η οποία, στη ρητορική του ΣΕΒ, έχει μετατραπεί σε βωμό στον οποίο θα πρέπει να θυσιαστεί ολόκληρος ο λαός. Από την Ερευνα και την Παιδεία μέχρι τη μείωση των βιομηχανικών τιμολογίων της ΔΕΗ, όλα και όλοι καλούνται να θυσιαστούν στην επίτευξη της ...ιερής ανταγωνιστικότητας.
Ολα τούτα, όμως, δεν αφορούν το λαό, ούτε την ευημερία του. Αυτός δεν είναι ο δρόμος των λαϊκών συμφερόντων. Η «ανάπτυξη» και η «ανασυγκρότηση» που ευαγγελίζονται ΣΕΒ και συγκυβέρνηση, ακόμα και αν κάποια στιγμή επέλθουν, θα οικοδομηθούν πάνω στα αποκαΐδια των δικαιωμάτων του λαού μας. Το τίμημα της ανάκαμψης του κεφαλαίου θα πληρωθεί με αίμα. Η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα όχι μόνο δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από την «ανασυγκρότηση» που σχεδιάζεται, αλλά θα μετρήσουν καινούργιες απώλειες. Διέξοδος προς όφελος του λαού μπορεί να υπάρξει μόνο σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των μονοπωλίων, στην πάλη για την ανάκτηση των απωλειών, μέχρι την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, που θα είναι η απαρχή μιας άλλης οργάνωσης της παραγωγής, η οποία θα υπηρετεί τις λαϊκές ανάγκες και όχι τα καπιταλιστικά κέρδη.
Η άποψή μας
Αν και οι απαιτήσεις του ΣΕΒ δεν είναι καινούριες, σε συνθήκες παρατεταμένης καπιταλιστικής κρίσης σηματοδοτούν μια νέα επέλαση στα εργατικά δικαιώματα, αλλά και την ενίσχυση του ρόλου του αστικού κράτους στην εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών συμφερόντων. Και καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι ΣΕΒ και συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ συμπίπτουν απόλυτα στο στρατηγικό στόχο για την περίφημη «ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας»! Η ανασυγκρότηση αυτή, εκτός από τη διατήρηση των συμπιεσμένων μισθών, περιέχει τη μεγαλύτερη μείωση του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους», που σημαίνει, μεταξύ άλλων, και λιγότερα έσοδα για τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και παραπέρα βάθεμα των οικονομικών προβλημάτων των Ταμείων. Πολιτική που, αν υλοποιηθεί, θα φέρει νέες περικοπές στα ασφαλιστικά δικαιώματα, νέες ανατροπές σε ό,τι έχει απομείνει από την Κοινωνική Ασφάλιση και την Υγεία, με δεδομένη τη δέσμευση της κυβέρνησης για πλεονασματικούς προϋπολογισμούς.
Η ανασυγκρότηση αυτή σημαίνει, ταυτόχρονα, νέα προνόμια προς το κεφάλαιο, με την ενίσχυση των «επενδυτικών κινήτρων», των φοροαπαλλαγών, των χρηματοδοτικών «πακέτων» και νέων δανείων προς τους τραπεζίτες, τους βιομηχάνους και τους εφοπλιστές, την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση σχεδιάζει να εξαπολύσει σαφάρι φοροεισπράξεων προς τους μικρούς ελεύθερους επαγγελματίες, εμπόρους και φτωχούς αγρότες, εκτοξεύοντας, μάλιστα, και τα προπαγανδιστικά σλόγκαν περί «πατριωτικού καθήκοντος». Περίεργη αντίληψη έχουν στην κυβέρνηση για τον πατριωτισμό. Οι λίγοι να πληρώνονται και να ενισχύονται με νέα «πακέτα» και οι πολλοί να πληρώνουν και να στενάζουν κάτω από νέα μέτρα.
Αυτή, όμως, είναι η φυσική εξέλιξη μιας κυβερνητικής στρατηγικής που, όπως και η προηγούμενη, ομνύει στην «ανταγωνιστικότητα» και η οποία, στη ρητορική του ΣΕΒ, έχει μετατραπεί σε βωμό στον οποίο θα πρέπει να θυσιαστεί ολόκληρος ο λαός. Από την Ερευνα και την Παιδεία μέχρι τη μείωση των βιομηχανικών τιμολογίων της ΔΕΗ, όλα και όλοι καλούνται να θυσιαστούν στην επίτευξη της ...ιερής ανταγωνιστικότητας.
Ολα τούτα, όμως, δεν αφορούν το λαό, ούτε την ευημερία του. Αυτός δεν είναι ο δρόμος των λαϊκών συμφερόντων. Η «ανάπτυξη» και η «ανασυγκρότηση» που ευαγγελίζονται ΣΕΒ και συγκυβέρνηση, ακόμα και αν κάποια στιγμή επέλθουν, θα οικοδομηθούν πάνω στα αποκαΐδια των δικαιωμάτων του λαού μας. Το τίμημα της ανάκαμψης του κεφαλαίου θα πληρωθεί με αίμα. Η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα όχι μόνο δεν έχουν τίποτα να περιμένουν από την «ανασυγκρότηση» που σχεδιάζεται, αλλά θα μετρήσουν καινούργιες απώλειες. Διέξοδος προς όφελος του λαού μπορεί να υπάρξει μόνο σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των μονοπωλίων, στην πάλη για την ανάκτηση των απωλειών, μέχρι την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, που θα είναι η απαρχή μιας άλλης οργάνωσης της παραγωγής, η οποία θα υπηρετεί τις λαϊκές ανάγκες και όχι τα καπιταλιστικά κέρδη.
Η άποψή μας