Τις
δραματικές επιπτώσεις της ανατροπής των εργασιακών σχέσεων και της
ελαστικοποίησης της εργασίας προς όφελος της κερδοφορίας των μονοπωλίων,
διαπιστώνει στην ετήσια έκθεσή του ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εργασίας του ΟΗΕ,
(ILO), ο οποίος όμως μέσω των «κοινωνικών διαλόγων», των
«διαπραγματεύσεων» και των «μεσολαβήσεων», βάζει πλάτη για να
εφαρμοστούν όλα αυτά.
Δεν είναι τυχαίο, ότι ένα μεγάλο μέρος των
αντεργατικών και αντιασφαλιστικών μέτρων που λαμβάνονται και στην
Ελλάδα, φέρουν τη σφραγίδα του ILO, μέσω των «διαβουλεύσεων» που
πραγματοποιούνται υπό την αιγίδα του, ενώ τα
πρότυπά του για «ένα
«δίκαιο και αποτελεσματικό σύστημα», χρησιμοποιούνται για να αλώσουν ότι
έχει απομείνει.
Διαπιστωτικά λοιπόν, στην έκθεσή του με τον τίτλο:
«Παγκόσμια Απασχόληση και Κοινωνική Προοπτική», ο ILO αναφέρει ότι μόλις
το ένα τέταρτο όλων των εργαζομένων παγκοσμίως έχουν σταθερή εργασία,
ενώ τρία τέταρτα είτε δεν έχουν κανένα συμβόλαιο, είτε είναι ελεύθεροι
επαγγελματίες με προσωρινά ή βραχυπρόθεσμα συμβόλαια! Σημειώνει ότι η
παγκόσμια καπιταλιστική κρίση «ώθησε την αύξηση σε δουλειές
ημιαπασχόλησης, ιδιαίτερα για τις γυναίκες» και ενέτεινε μια καθοδική
τάση σε δουλειές που σχετίζονται με παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.
Οι αλλαγές αυτές καθώς και καινούργιες μορφές
απασχόλησης που ευτελίζουν το επίπεδο ζωής της εργατικής τάξης, όπως οι
«μίνι-δουλειές» (mini-jobs) στη Γερμανία, τα «συμβόλαια μηδενικών ωρών» στη Βρετανία και οι «εφημερίες» (on-call, όπου κάποιος καλείται σε δουλειά μόνο όταν υπάρχει ανάγκη) στην Ολλανδία,
σημαίνουν ότι «οι κυβερνήσεις χρειάζεται να σκεφτούν πώς θα εγγυηθούν
ασφάλεια εισοδήματος σε όσους δεν έχουν πλήρη μισθωτή εργασία» είπε ο
γενικός διευθυντής του οργανισμού, Γκάι Ράιντερ.
Ζήτησε έτσι από τις κυβερνήσεις να ανταποκριθούν στην
απαίτηση για πλήρη απασχόληση, σημειώνοντας ότι η «διάβρωση» των
εργασιακών σχέσεων και η άνοδος της ανεργίας από την καπιταλιστική κρίση
«έχουν κοστίσει 3,7 τρισ. δολάρια σε χαμένους μισθούς, μείωση της
κατανάλωσης και της ζήτησης με αποτέλεσμα ακόμη μεγαλύτερη ανισότητα».