Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Αντιπαραθέσεις στο ΣΥΡΙΖΑ: Άσφαιρα πυρά

Τα έργα και οι 100 ημέρες της νέας αστικής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ αποκαλύπτουν όσα πρόκειται να ακολουθήσουν. Το σύνολο των μέχρι σήμερα πεπραγμένων της κυβέρνησης, η «δημιουργική ασάφεια» της αρχικής συμφωνίας, που γίνεται σαφέστατη στις κυβερνητικές εξαγγελίες για το περιεχόμενο της τελικής συμφωνίας, «έντιμου συμβιβασμού», δεν αφήνουν περιθώρια για αμφιβολίες και αυταπάτες. Οι λαϊκές δυνάμεις όχι μόνο δεν μπορούν να προσδοκούν την παραμικρή ανάκτηση των απωλειών της κρίσης αλλά, αντίθετα, πρέπει να προετοιμάζονται για την απόκρουση της νέας φάσης κλιμάκωσης της αντιλαϊκής επίθεσης.
Στα βασικά συστατικά της νέας αντιλαϊκής συμφωνίας περιλαμβάνονται αλλαγές σε έμμεση και άμεση φορολόγηση, Συνταξιοδοτικό, εφάπαξ, μισθολόγιο Δημοσίου κ.λπ. Η εκτόξευση της έμμεσης φορολογίας μέσω αύξησης του ΦΠΑ σε βασικά είδη λαϊκής κατανάλωσης και στα τιμολόγια Ενέργειας και ΕΥΔΑΠ αλλά και οι γενικότερες αλλαγές στη φορολογία θα φέρουν άμεσα
νέες τεράστιες απώλειες στο εισόδημα των λαϊκών οικογενειών. Τις αρχικές εξαγγελίες για αύξηση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης για περίπου 200.000 εργαζόμενους διαδέχτηκε η συζήτηση που φέρνει άμεσα στο προσκήνιο σαρωτικές αλλαγές για το σύνολο του Ασφαλιστικού έως τον ερχόμενο Σεπτέμβρη. «Κούρεμα» στα εφάπαξ Δημοσίου και ΔΕΚΟ, νέες μειώσεις στους μισθούς δημοσίων υπαλλήλων μέσω κατάργησης της «προσωπικής διαφοράς».
Το κύριο όμως στοιχείο, με το οποίο δεν πρέπει να συμβιβαστούν η εργατική τάξη και τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα, είναι ότι παραμένει ακέραιο και μονιμοποιείται το σύνολο του αντιλαϊκού πλαισίου που την τελευταία εξαετία έφερε τεράστιες απώλειες στο λαϊκό εισόδημα.
 
Η ψευδεπίγραφη αντιπαράθεση
Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση πλησιάζει στην «έντιμη» συμφωνία, κλιμακώνεται η παρέμβαση του «παλιού - καλού» ΣΥΡΙΖΑ για να σώσει την «παρτίδα» πριν το τέλος, να εμποδίσει τη «δεξιά» στροφή και τη διολίσθηση του «κυβερνητικού» ΣΥΡΙΖΑ. Σειρά στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ από την «Αριστερή Πλατφόρμα» (Λαφαζάνης, Στρατούλης, Λεουτσάκος κ.ά.) μέχρι τη ΔΕΑ (Νταβανέλος, Παπαδόγιαννη) και τους οικονομολόγους Μηλιό, Λαπαβίτσα, με εκδηλώσεις, αρθρογραφία και δημόσιες παρεμβάσεις, επαναφέρουν τη συζήτηση σε δήθεν «κόκκινες γραμμές» του ΣΥΡΙΖΑ κάνοντας λόγο για ανάγκη «ρήξης με τους δανειστές». Βεβαίως, σε αυτήν τη συζήτηση απουσιάζει πλήρως η ντροπή για τη «συνέργεια στο φόνο»: Την ίδια ώρα που ασκούν κριτική, όλοι αυτοί μαζί είτε συγκροτούν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που στηρίζει την κυβέρνηση στην εφαρμογή της συγκεκριμένης πολιτικής είτε συμμετέχουν αυτοπροσώπως στο κυβερνητικό σχήμα ως υπουργοί, υφυπουργοί κ.λπ.
Ομως, το πιο σημαντικό σε αυτή, την απατηλή για τα λαϊκά συμφέροντα, αντιπαράθεση των κυβερνητικών στελεχών είναι ότι η κριτική γίνεται από τη σκοπιά υπεράσπισης του κυβερνητικού προγράμματος της Θεσσαλονίκης, που αρχικά είχε παρουσιαστεί ως κυβερνητικό πρόγραμμα των πρώτων 100 ημερών, ενώ σήμερα έχει πλέον ορίζοντα εφαρμογής την τετραετία. Ο λαός δεν πρέπει να ξεχνά ότι το μόνο που περιλάμβανε το πρόγραμμα αυτό ήταν κάποια ψίχουλα για την αντιμετώπιση της ακραίας φτώχειας, τα οποία ήδη κουτσουρεύτηκαν, ενώ ταυτόχρονα δε δεσμευόταν πουθενά για την ουσιαστική ανάκτηση των απωλειών της κρίσης. Αντίθετα, περιείχε σαφείς δεσμεύσεις προς το κεφάλαιο με νέο πακτωλό χρηματοδότησης, διατήρηση και ενίσχυση των φοροαπαλλαγών και των «αναπτυξιακών» επιδοτήσεων προς την «υγιή» επιχειρηματικότητα. Αποτέλεσε και αποτελεί ένα πρόγραμμα μείωσης της απαιτητικότητας των λαϊκών στρωμάτων, αποδοχής των απωλειών και της σχετικής εξαθλίωσης, υπονόμευσης και ενσωμάτωσης των ριζοσπαστικών διεκδικήσεων του εργατικού - λαϊκού κινήματος.
Η ίδια αντιπαράθεση για «τη σωτηρία της ψυχής» του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται και με την εναλλακτική εκδοχή, για την ανάγκη ρήξης με την Ευρωζώνη και την αλλαγή νομίσματος εντός του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης. Η λύση αυτή προβάλλεται ως η μόνη εναλλακτική απέναντι στους δανειστές, που υποχρεώνουν την κυβέρνηση να εφαρμόσει ξανά «υφεσιακές» πολιτικές, ως η μόνη διέξοδος για την εφαρμογή του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ και την επάνοδο στην καπιταλιστική ανάπτυξη, καθώς ισχυρίζεται ότι: «Εάν η χώρα πάει στη δραχμή, η ανάπτυξη θα έρθει μέσα σε μήνες». Βεβαίως, η εκδοχή αυτή αστικής διαχείρισης αποκρύπτει το γεγονός ότι η επιστροφή στην καπιταλιστική ανάπτυξη ισοδυναμεί με διατήρηση της σχετικής αλλά και απόλυτης εξαθλίωσης για τους μισθωτούς, τους αυτοαπασχολούμενους, τους ανέργους. Στην πραγματικότητα, και με την αλλαγή νομίσματος θα κληθεί πάλι ο λαός να πληρώσει με διαφορετικό τρόπο (απώλεια πραγματικού μισθού μέσω της αύξησης του πληθωρισμού, ακριβότερες εισαγωγές, εμφάνιση μαύρης αγοράς για ευρώ και δολάριο) για να ακολουθήσει τον ίδιο καταστροφικό δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Μέσα ή έξω απ' το ευρώ και την ΕΕ, όσο κριτήριο της ανάπτυξης είναι η κερδοφορία και η ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων, ο εργαζόμενος δεν μπορεί να περιμένει ουσιαστική βελτίωση της ζωής του. Η πολιτική φτηνής εργατικής δύναμης αποτελεί απαράβατη προϋπόθεση θωράκισης και ενίσχυσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
 
Βαθύτερος στόχος η ενσωμάτωση της ριζοσπαστικοποίησης του λαού
Είναι προφανές ότι η παραπάνω αντιπαράθεση έχει «ουρά», υπερβαίνει την άμεσα ορατή προσπάθεια για διασφάλιση της ανοχής και του εφησυχασμού του λαού, καθώς την ώρα που η κυβέρνηση διεξάγει την «περήφανη» διαπραγμάτευση, οι «αριστεροί» θεματοφύλακες του προγράμματος της Θεσσαλονίκης «φρουρούν» τις «κόκκινες γραμμές» απειλώντας με ρήξη.
Στις μακροπρόθεσμες στοχεύσεις της άρχουσας τάξης και στο πλαίσιο αναδιάταξης του αστικού πολιτικού συστήματος, διαδικασία που δεν έχει ολοκληρωθεί, περιλαμβάνονται σενάρια δημιουργίας νέων αναχωμάτων. Η πιθανή ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης και η συνέχιση εφαρμογής της αντιλαϊκής πολιτικής με τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, στο ρόλο ενός «νέου» ΠΑΣΟΚ, προϋποθέτουν τη συγκράτηση και ενσωμάτωση της τάσης ριζοσπαστικοποίησης ευρύτερων εργατικών - λαϊκών στρωμάτων με δημιουργία νέας, «εντός των τειχών», αντιπολίτευσης, ενός «νέου» ΣΥΡΙΖΑ. Βεβαίως, σε αυτό το παιχνίδι προετοιμάζονται να αξιοποιηθούν και «προσωπικότητες» από τον ΣΥΡΙΖΑ (βλ. δηλώσεις Βαρουφάκη περί εξόδου του από την κυβέρνηση, η πρόεδρος της Βουλής, Κωνσταντοπούλου, «διαδηλώτρια» ενάντια στην κυβέρνηση κ.ά.) αλλά και πολιτικά μορφώματα στις παρυφές του ΣΥΡΙΖΑ (τμήματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Σχεδίου Β' του Αλαβάνου, Πρωτοβουλία «για τη διαγραφή του χρέους τώρα» κ.λπ.).
 
Κανένα περιθώριο αναμονής για το λαό
Για την εργατική τάξη και το λαό δεν υπάρχει περιθώριο αναμονής για την έκβαση της διαπραγμάτευσης, καθώς η διαπραγμάτευση αυτή δεν είναι «δική» του, αλλά είναι διαπραγμάτευση εκπροσώπων των μονοπωλίων, εγχώριων και των άλλων κρατών της ΕΕ, για τα συμφέροντά τους, τους όρους χρηματοδότησης της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το μόνο δεδομένο στο οποίο όλοι αυτοί συμφωνούν είναι ότι ο λαός θα συνεχίσει τις θυσίες για να εξασφαλίζονται η καπιταλιστική ανάπτυξη και τα κέρδη τους.
Δεν υπάρχουν ούτε περιθώρια να ξεγελαστεί ξανά με τα νέα αναχώματα που ετοιμάζονται για να τον πείσουν ότι υπάρχει λύση εντός του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, με άλλο νόμισμα, άλλο μείγμα διαχείρισης ή εναλλακτικές ιμπεριαλιστικές συμμαχίες.
Για τις λαϊκές δυνάμεις μονόδρομος είναι η οργάνωση του αγώνα που θα σημαδεύει τον πραγματικό αντίπαλο: Τα μονοπώλια και το κράτος τους, την κάθε αστική κυβέρνηση, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Ο αγωνιστικός συναγερμός ενάντια στο νέο πακέτο αντιλαϊκών μέτρων μπορεί να αποτελέσει βήμα για την ισχυροποίηση του ταξικού εργατικού κινήματος.
Για να έχει πραγματικά αποτελέσματα ο αγώνας πρέπει να ξεκινά απ' την απαίτηση για άμεση ανάκτηση των απωλειών και το να πληρώσουν τα μονοπώλια για την κρίση, να συγκρούεται με τις ανάγκες και την πολιτική των μονοπωλίων, ώστε να συγκεντρώνει δυνάμεις για την αποφασιστική αναμέτρηση, για τον άλλο δρόμο ανάπτυξης της χώρας, με το λαό στο τιμόνι της οικονομίας και της εξουσίας, με κοινωνικοποιημένα τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, με επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο, με αποδέσμευση της χώρας από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, με μονομερή διαγραφή του χρέους που δεν είναι του λαού και δεν οφείλει να πληρώσει ούτε μια δεκάρα του.

Του Ηλία ΤΣΙΜΠΟΥΚΑΚΗ*
*Ο Ηλίας Τσιμπουκάκης είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ