Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Τα «προαπαιτούμενα» του «συμβιβασμού» και η «επόμενη μέρα»

Μιλώντας στη Γενική Συνέλευση των βιομηχάνων την περασμένη Δευτέρα, ο πρωθυπουργός, Αλ. Τσίπρας, διαβεβαίωσε για την «απόλυτη αφοσίωση» της συγκυβέρνησης στην προσπάθεια για επίτευξη συμφωνίας στα αντιλαϊκά παζάρια με τους δανειστές. Διαβεβαίωσε για την «αφοσίωση» της κυβέρνησής του στην προσπάθεια να αποσπάσει ό,τι καλύτερο μπορεί για το εγχώριο κεφάλαιο, χωρίς ταυτόχρονα να διακινδυνεύει τις στρατηγικές επιλογές του, τη συμμετοχή της χώρας στις λυκοσυμμαχίες που αυτό
επιλέγει: «Καθήκον και αποστολή μας», τόνισε, είναι «να διαπραγματευτούμε σκληρά και με ασφάλεια, ώστε να αποκομίσουμε τα περισσότερα δυνατά οφέλη».
Ως χαρακτηριστικό στοιχείο μάλιστα αυτής της «αφοσίωσης» της κυβέρνησής του στην «ασφάλεια» των στρατηγικών επιλογών της ελληνικής αστικής τάξης, ο Αλ. Τσίπρας υπογράμμισε πως «παρά το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε συνθήκες χρηματοδοτικής ασφυξίας, έχουμε ανταποκριθεί σε όλες τις εξωτερικές υποχρεώσεις μας, που αγγίζουν σχεδόν τα 8 δισ. ευρώ, από την ημέρα της ανάληψης των καθηκόντων από τη νέα κυβέρνηση».
Διαφήμισε, δηλαδή, το γεγονός ότι και με τη νέα συγκυβέρνηση, ο λαός εξακολουθεί με κάθε δυνατό τρόπο (με την υποχρέωση αποπληρωμής μέχρι κεραίας των «μνημονιακών χαρατσιών», με την αρπαγή των ταμειακών διαθέσιμων δημόσιων οργανισμών και ασφαλιστικών ταμείων κ.ο.κ.) να αποπληρώνει ένα χρέος που δεν είναι δικό του, προκειμένου το αστικό κράτος να συνεχίζει να «ανταποκρίνεται στις εξωτερικές υποχρεώσεις του». Κι όλα αυτά, την ίδια ώρα που και η νέα συγκυβέρνηση όχι μόνο δεν αγγίζει ούτε τρίχα από τα κέρδη του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά του προσφέρει νέα προνόμια, όπως π.χ. με τα εκατομμύρια που του χαρίζει από τη διαγραφή και το «κούρεμα» προστίμων από κραυγαλέες φορολογικές και τελωνειακές παραβάσεις...
Ανεξάρτητα, ωστόσο, από την έκβαση των αντιλαϊκών παζαριών με τους «θεσμούς» της τρόικας - και ενώ όλα δείχνουν ότι η νέα αντιλαϊκή συμφωνία είναι προ των πυλών - αυτό που έχει αξία να κρατήσουμε από την ομιλία Τσίπρα στον ΣΕΒ είναι κυρίως δύο πράγματα: Η επιβεβαίωση του για ποιον διεξάγει τα παζάρια της η συγκυβέρνηση με τους δανειστές, αλλά και ποιοι είναι οι στόχοι και σχεδιασμοί για την «επόμενη μέρα», ποιο είναι αυτό το περιβόητο «μετά τη συμφωνία», το οποίο καλούν το λαό να περιμένει και στο οποίο μεταθέτουν ακόμα και τα ψίχουλα που του είχαν τάξει προεκλογικά.
 
Τα «προαπαιτούμενα» του εγχώριου κεφαλαίου
Σε ό,τι αφορά το πρώτο σκέλος, το για λογαριασμό ποιανού διεξάγονται τα παζάρια με τους δανειστές, μια ματιά στις τέσσερις «θέσεις» που ανέπτυξε στην ομιλία του στον ΣΕΒ ο Αλ. Τσίπρας, ως «προαπαιτούμενα» για τον περιβόητο «έντιμο συμβιβασμό» είναι αποκαλυπτική...
Συγκεκριμένα, ως όρους για τη συμφωνία, για την ικανοποίηση των οποίων, όπως είπε, «είμαστε διατεθειμένοι να προχωρήσουμε σε συμβιβασμούς με τους Ευρωπαίους εταίρους», περιέγραψε:
-- Την αντιμετώπιση του«χρηματοδοτικού προβλήματος του Δημοσίου, έως ότου βγούμε με ασφάλεια στις αγορές», σε συνδυασμό με την «προοπτική αναδιάρθρωσης του ελληνικού δημόσιου χρέους».
-- Τα «χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα, κυρίως φέτος και το 2016, ώστε (...) να ανακτήσουμε τον αναγκαίο δημοσιονομικό χώρο για να βγει η χώρα στην ανάπτυξη».
-- «Ενα επενδυτικό πακέτο για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας σε στέρεες βάσεις, με προτεραιότητα στις υποδομές και τις νέες τεχνολογίες».
Ενα προς ένα, δηλαδή, ζητήματα που αποτελούν «προαπαιτούμενα» του εγχώριου κεφαλαίου για τη στήριξη της ανάκαμψης της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητάς του. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, ο Αλ. Τσίπρας επιβεβαίωσε ότι αντικείμενο των παζαριών που διεξάγει η συγκυβέρνηση είναι η εξασφάλιση «δημοσιονομικού χώρου» (από τα κεφάλαια που πηγαίνουν για την αποπληρωμή των δανείων του αστικού κράτους, που αυτήν τη στιγμή απορροφούν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των ματωμένων «πρωτογενών πλεονασμάτων»), καθώς και η διασφάλιση «επενδυτικών πακέτων», για τη μεγαλύτερη και πιο πολύμορφη κρατική ενίσχυση του εγχώριου κεφαλαίου.
Οσο για το τέταρτο «προαπαιτούμενο», δηλαδή τη «μη επιβολή νέων μέτρων περικοπών σε μισθούς και συντάξεις», στην ουσία αποτελεί δέσμευση ότι θα διατηρηθούν οι ήδη πετσοκομμένοι μισθοί και συντάξεις, οι τεράστιες απώλειες του λαού στα χρόνια της κρίσης. Δέσμευση που αναλαμβάνει η συγκυβέρνηση όχι μόνο απέναντι στους δανειστές (και η οποία μάλιστα έχει ήδη καταγραφεί στην αντιλαϊκή συμφωνία του Γιούρογκρουπ της 20ής Φλεβάρη), αλλά πρώτα και κύρια απέναντι στο εγχώριο κεφάλαιο, αφού γνωρίζει πολύ καλά ότι η ανάκαμψη της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητάς του δεν μπορεί παρά να «πατήσει» πάνω στο αντεργατικό - αντιλαϊκό πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί όλο το προηγούμενο διάστημα.
 
«Ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα» και «χρηματοδοτικά εργαλεία»
Αποκαλυπτική ήταν, όμως, η ομιλία του Αλ. Τσίπρα και σε ό,τι αφορά την «επόμενη μέρα», το περιβόητο «μετά τη συμφωνία»...
«Τι ανάπτυξη χρειαζόμαστε; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα της περιόδου που θέτει τις πολιτικές και κοινωνικές διαχωριστικές γραμμές τόσο στην Ελλάδα και την Ευρώπη, όσο και στον κόσμο ολόκληρο», υπογράμμισε ο Αλ. Τσίπρας, και ως προς αυτό φυσικά δε θα διαφωνήσουμε μαζί του: Η πραγματική διαχωριστική γραμμή - την οποία βέβαια ο ίδιος προσπάθησε επιμελώς να «θολώσει» - είναι μία: Ανάπτυξη για το λαό ή ανάπτυξη για τα μονοπώλια.
Και σε αυτήν τη διαχωριστική γραμμή, η ταξική τοποθέτηση της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ είναι σαφής. Γι' αυτό και στο «Εθνικό Αναπτυξιακό Σχέδιο», που παρουσίασε στους βιομηχάνους ο Αλ. Τσίπρας, η ευθυγράμμιση του οποίου με το «υπόμνημα» των «82 προτάσεων σε 11 άξονες πολιτικής» που έδωσε στη δημοσιότητα την ίδια μέρα ο ΣΕΒ «βγάζει μάτι», απουσιάζει και η παραμικρή αναφορά στην ικανοποίηση των εργατικών - λαϊκών αναγκών.
Αντίθετα, όπως ακριβώς και στα σχέδια της προηγούμενης συγκυβέρνησης, περισσεύουν οι αναφορές στα λεγόμενα «ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα», στους τομείς δηλαδή και τα στοιχεία εκείνα που μπορεί να εκμεταλλευτεί το εγχώριο κεφάλαιο για να αποκτά προβάδισμα έναντι των ανταγωνιστών του. Ως τέτοια παρουσίασε το υψηλά ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, τον φυσικό πλούτο της χώρας, ενεργειακό, μεταλλευτικό και αγροτικό, καθώς και την «αξιοποίηση της γεωπολιτικής της θέσης», με έμφαση στην Ενέργεια και τον Τουρισμό.
Ως πεσκέσι μάλιστα στο κεφάλαιο για να εκμεταλλευτεί «στο ακέραιο» αυτά τα «ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα» και ευθυγραμμιζόμενος με τα σχετικά «υπομνήματα» της εγχώριας αστικής τάξης, έταξε μια σειρά από νέα προνόμια και αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις: Μεταξύ αυτών, την προσαρμογή του αστικού κράτους στις σύγχρονες ανάγκες του εγχώριου κεφαλαίου, διοικητικές δομές που θα μπορούν «να παίξουν το στρατηγικό ρόλο σχεδιασμού και χάραξης μιας πολυδιάστατης και κοινωνικά δίκαιης αναπτυξιακής πολιτικής», «απλοποίηση διαδικασιών αδειοδότησης επιχειρήσεων», «σταθερό φορολογικό περιβάλλον» ως το «κυριότερο κίνητρο για την προσέλκυση μακροπρόθεσμων στρατηγικών επενδύσεων», νέα χρηματοδοτικά εργαλεία για την κρατική στήριξη των επενδύσεων του κεφαλαίου (μέσω της δημιουργίας της «Εθνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας», του «πακέτου Γιούνκερ», της συνεργασίας με την «Ευρωπαϊκή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη» κ.ά.).
Οσο και αν όλα τα παραπάνω «πεσκέσια» γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστούν ως κάτι το «ουδέτερο», ως «αναγκαίοι εκσυγχρονισμοί», η αλήθεια είναι ότι και γι' αυτά ο λογαριασμός θα πέσει στις πλάτες του λαού: Ποιος θα πληρώσει π.χ. για το «σταθερό φορολογικό περιβάλλον», που θα αποτελεί «κίνητρο για προσέλκυση στρατηγικών επενδύσεων» (δηλαδή για τις νέες και «ανταγωνιστικές» φοροαπαλλαγές του κεφαλαίου) αν όχι οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα, που θα συνεχίσουν να υφίστανται φοροεπιδρομές για τις ανάγκες του αστικού κράτους; Ποιος θα βιώσει τις συνέπειες από την «απλοποίηση των διαδικασιών» για τη λειτουργία των επιχειρηματικών ομίλων, των οποίων τα χέρια θα λυθούν και από τους τελευταίους περιορισμούς και ελέγχους που έχουν απομείνει; Ποιος θα συνεχίσει να αποπληρώνει ένα χρέος που δεν είναι του λαού, προκειμένου το εγχώριο κεφάλαιο να μπορεί να έχει πρόσβαση στα διάφορα «χρηματοδοτικά εργαλεία» των λυκοσυμμαχιών του κεφαλαίου;
 
Η «ενάρετη ανάπτυξη» και οι «πολιτικές αναδιανομής»
Ολα τα παραπάνω, τα τρέχοντα «προαπαιτούμενα» του εγχώριου κεφαλαίου, αλλά και τις επιδιώξεις του για την «επόμενη μέρα», συνολικά τον αντιλαϊκό στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης, ο πρωθυπουργός προσπάθησε να τα ντύσει με μανδύα «κοινωνικής δικαιοσύνης»... Σε αυτό το πλαίσιο, μάλιστα, μίλησε για έναν «ενάρετο κύκλο βιώσιμης και κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης» (!), η οποία θα διασφαλίζεται μέσω «πολιτικών αναδιανομής των ωφελημάτων της», αλλά και της... συμβολής των ίδιων των βιομηχάνων, τους οποίους κάλεσε να «συστρατευτούν» για την επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας!
Πρόκειται για συνειδητή απάτη, όχι μόνο γιατί καλεί... τους λύκους να μην τρώνε τα πρόβατα, αλλά γιατί η ίδια η καπιταλιστική ανάπτυξη και τα «ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα» του κεφαλαίου προϋποθέτουν το διαρκές ξεζούμισμα των εργαζομένων, τη διατήρηση του ήδη διαμορφωμένου αντεργατικού - αντιλαϊκού πλαισίου.
Οσο για το παλιό και απατηλό σοσιαλδημοκρατικό ιδεολόγημα περί «αναδιανομής» εντός των τειχών της εξουσίας του κεφαλαίου, είναι χαρακτηριστικά τα όσα είπε την ίδια μέρα ο υπουργός Οικονομικών της συγκυβέρνησης, μιλώντας και αυτός στον ΣΕΒ, αμέσως μετά τον Αλ. Τσίπρα: «Το κύριο πρόβλημα», είπε, «δεν είναι η αναδιανομή μεταξύ πλουσίων και φτωχών, αλλά μεταξύ εκείνων που πληρώνουν φόρους και εκείνων που τους αποφεύγουν»...
***
Η εξειδίκευση των αξόνων και των προτεραιοτήτων που έθεσε για λογαριασμό του κεφαλαίου στην ομιλία του ο Αλ. Τσίπρας θα προχωρά συνεχώς: Ηδη, προχτές Παρασκευή, αντιπροσωπεία του ΣΕΒ, χωρίς να χάσει χρόνο, επισκέφθηκε το υπουργείο Εξωτερικών και κατέθεσε λίστα με «14 κρίσιμες δράσεις» για τη «βελτίωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων».
Το ζήτημα για το λαό όμως είναι άλλο: Να προχωρήσει ακόμα πιο γρήγορα το ξεκαθάρισμα στις εργατικές - λαϊκές συνειδήσεις για το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Να γίνεται καθαρό, δηλαδή, στο λαό ότι τα παζάρια της συγκυβέρνησης με τους δανειστές δε γίνονται για τα συμφέροντά του, αλλά για λογαριασμό του εγχώριου κεφαλαίου. Να γίνεται καθαρό ότι η «επόμενη μέρα» από την όποια έκβαση τέτοιων αντιλαϊκών παζαριών μεταξύ των εκπροσώπων του κεφαλαίου, εγχώριου και ξένου, δεν μπορεί να επιφυλάσσει κανένα καλό για τα εργατικά - λαϊκά στρώματα, άρα δεν μπορούν να εναποθέτουν σε αυτήν ούτε καν την αναπλήρωση των τεράστιων απωλειών τους.
Η μοναδική ελπιδοφόρα και ρεαλιστική διέξοδος για το λαό περνά μέσα από την οργάνωση της αντεπίθεσής του ενάντια στον πραγματικό αντίπαλο, τους μονοπωλιακούς ομίλους και την αστική τάξη, μέσα από τη ρήξη με την εξουσία του κεφαλαίου και την ΕΕ.

Γ. Ε.