Ο κλάδος του Εμπορίου απασχολεί σημαντικό ποσοστό του συνόλου των
μισθωτών εργαζομένων, που εκτός των άλλων έρχονται καθημερινά σε επαφή
με πολλές εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους. Συγχρόνως, η γενική του
οικονομική σημασία δεν προκύπτει μόνο απ' το σημαντικό απόλυτο μέγεθός
του, αλλά και απ' τον κρίσιμο ρόλο του για τη λειτουργία του
καπιταλισμού συνολικά (αν δεν πουληθούν τα εμπορεύματα δεν κλείνει ο
κύκλος του κεφαλαίου και η μεγάλη μάζα των εμπορευμάτων πωλούνται μέσα
απ' τον
κλάδο του Εμπορίου). Γι' αυτό πρέπει να ανεβάσουμε κι άλλο τον πήχη της δουλειάς μας στον κλάδο. Αυτή την προσπάθεια του Κόμματος επιχειρεί να βοηθήσει η συνοπτική καταγραφή των εξελίξεων στον κλάδο, που ακολουθεί.
Ταυτόχρονα, ο κλάδος απασχολεί το 18,1% των απασχολούμενων συνολικά στην ελληνική οικονομία, το 16,4% των μισθωτών εργαζομένων, ενώ υπάρχει και μεγάλη διασπορά εμπορικών μικρών καταστημάτων, με το 18,8% αυτών να είναι αυτοαπασχολούμενοι.
Λόγω του μεγάλου μεγέθους του και του ειδικού ρόλου του για τη συνολική αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου (ο κλάδος πραγματοποιεί μεγάλο μέρος του συνόλου της παραγόμενης αξίας), η βαθιά παρατεταμένη καπιταλιστική κρίση τον επηρέασε και συνεχίζει να τον επηρεάζει σε ανάλογο βαθμό. Ετσι, ο κύκλος εργασιών του κλάδου κατά την περίοδο 2008 - 2013 συρρικνώθηκε κατά 33%, απ' τα 171 δισ. ευρώ στα 114 δισ. Η συρρίκνωση συνεχίζει αμείωτα και μετά το 2013, συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, παρόλο που έχουν ληφθεί μία σειρά μέτρα υποβοήθησής του, π.χ. απελευθέρωση περιόδων προσφορών και εκπτώσεων, άνοιγμα καταστημάτων σε αργίες κ.λπ. Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο εκδηλώθηκε μαζικό κλείσιμο επιχειρήσεων (από 297 χιλιάδες το 2008 σε 251 χιλιάδες το 2013) και κύμα απολύσεων, με αποτέλεσμα οι μισθωτοί εργαζόμενοι του κλάδου να έχουν μειωθεί κατά 65 χιλιάδες και γενικά οι απασχολούμενοι κατά 177 χιλιάδες.
Η εκδήλωση της κρίσης οδηγεί σε αντικειμενική επιτάχυνση της τάσης συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Η τάση αυτή επιταχύνθηκε με την επιβολή capital controls και θα ενταθεί περισσότερο το επόμενο διάστημα, δεδομένων των στοιχείων αλλά και των πολιτικών που ακολουθούνται και διευκολύνουν σε αυτή την κατεύθυνση (πλαστικό χρήμα, διαχείριση των «κόκκινων» δανείων κ.ά.).
Ετσι, ενώ οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (λιγότεροι από 9 εργαζόμενοι) συνεχίζουν να αποτελούν σημαντικό κομμάτι του κλάδου, μεταξύ 2004 - 2013 παρουσιάζουν μείωση τόσο του ποσοστού τους, όσο και των μισθωτών που απασχολούν και της ΑΠΑ που «παράγουν».
Οι μικρές επιχειρήσεις (10 - 50 εργαζόμενοι), παρά την υποχώρηση που καταγράφουν μεταξύ 2010 - 2013, συνολικά από το 2004 έως το 2013 έχουν μια μικρή αύξηση, ενώ οι μεσαίες παρουσιάζουν αντοχή με ανοδική τάση μέχρι το 2010, η οποία αντιστράφηκε μέχρι το 2013.
Από την άλλη, οι μεγάλες επιχειρήσεις (περισσότεροι από 250 εργαζόμενοι) έχουν αυξήσει όλα τα σχετικά ποσοστά τους παρά τη μείωσή τους σε απόλυτους αριθμούς, κάτι που επίσης υποδηλώνει και την τάση συγκέντρωσης του κλάδου την περίοδο της κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, η καθοριστική σημασία των μεγάλων επιχειρήσεων για τον κλάδο φαίνεται απ' το γεγονός πως οι επιχειρήσεις με περισσότερους από 250 εργαζόμενους, ενώ αποτελούν λιγότερο από το 0,5% του αριθμού των επιχειρήσεων, απασχολούν το 27% της συνολικής μισθωτής απασχόλησης.
Η ίδια τάση υποδηλώνεται ενδεικτικά και από δειγματοληπτικές μελέτες στο χώρο του λιανικού εμπορίου, όπως αυτή της Grant Thornton. Σύμφωνα με αυτή, 95 επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου καλύπτουν το 75% της συνολικής δραστηριότητας αυτού, ενώ διαπιστώνεται ότι δύο πολύ μεγάλες επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν το 49% των πωλήσεων και απασχολούν το 20% των εργαζομένων του κλάδου του λιανικού εμπορίου. Επιπρόσθετα, η ΓΣΕΒΕΕ διαπιστώνει την τάση συμπίεσης του στρώματος των αυτοαπασχολούμενων, καθώς από τη μία εμφανίζονται επιχειρήσεις με πτώση του τζίρου και από την άλλη μεγάλα καταστήματα αποσπούν μεγαλύτερα κομμάτια της αγοράς.
Στην τάση συγκέντρωσης του κεφαλαίου συμβάλλει και η προώθηση ανάπτυξης του ηλεκτρονικού εμπορίου, το οποίο συμβάλλει με διπλό τρόπο σε αυτή την κατεύθυνση. Από τη μία, δεσμεύει τα μικρομάγαζα στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες αναζήτησης και πληρωμών, που είναι ελάχιστες. Από την άλλη, καταργεί ουσιαστικά χωρικούς και χρονικούς περιορισμούς, με αποτέλεσμα η καταφυγή στην τοπική αγορά να έχει μικρή σημασία, όταν μπορεί κανείς ν' αγοράσει ηλεκτρονικά. Ετσι, μοναδικό κριτήριο γίνεται η τιμή, οδηγώντας σε ταχεία συγκέντρωση της πίτας σε μεγάλες αλυσίδες. Στην ίδια κατεύθυνση οδηγεί και η γενίκευση του πλαστικού χρήματος, στο οποίο οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις μικρότερες.
Στο Εμπόριο δοκιμάστηκαν και γενικεύτηκαν, σε καιρό καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, η μερική απασχόληση, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου και τα σπαστά ωράρια και μέσα στην κρίση επεκτάθηκαν και μονιμοποιήθηκαν. Σύμφωνα με την ΕΣΕΕ, μεταξύ 2013 - 2014, το 45% των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν, είναι μερικής απασχόλησης, ενώ οι προσλήψεις ορισμένου χρόνου αντιστάθμισαν τη μείωση των συμβάσεων αορίστου χρόνου. Συνολικά, η μερική απασχόληση μεταξύ 2008 - 2015 αυξήθηκε από 4,5% στο 10,6% και οι 7 στους 10 είναι γυναίκες, ενώ η προσωρινή απασχόληση στον κλάδο αγγίζει το 7,4% (στοιχεία του 2014) με ιδιαίτερα ανοδικές τάσεις και δη στη νεολαία.
Επιπλέον, στον κλάδο παρατηρείται έντονα «μαύρη εργασία», σύμφωνα και με την ΕΣΕΕ. Σε αυτά προστίθενται και η απασχόληση μέσω voucher, αλλά και οι ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι μέσω «δουλεμπορικών» εταιρειών, με συμβάσεις ακόμη και μιας μέρας.
Η γενίκευση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων μαζί με την κατάργηση της κλαδικής σύμβασης του Εμπορίου, την επέκταση της εργάσιμης μέρας (Κυριακές, «Λευκές Νύχτες», καταστρατήγηση των κατ' έθιμον αργιών όπως 2η μέρα της Πρωτοχρονιάς και Καθαρά Δευτέρα), την υπερεντατικοποίηση της εργασίας, φανερώνουν ότι έχει αυξηθεί κατά πολύ ο βαθμός εκμετάλλευσης των εργαζομένων του κλάδου.
Στον κλάδο απασχολείται πολύ μεγάλο μέρος του γυναικείου οικονομικά ενεργού πληθυσμού και είναι και το κομμάτι που δέχεται πρώτο τα πλήγματα των εργασιακών σχέσεων σε σχέση με τους μισθωτούς άντρες στον κλάδο. Τα στοιχεία φορέων και μελετών φανερώνουν πως κατά κύριο λόγο οι γυναίκες χάνουν την εργασία τους λόγω απόλυσης, ενώ οι άντρες λόγω κλεισίματος των επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα, απασχολείται μεγάλο κομμάτι της νεολαίας ηλικίας 15 - 30 ετών, ενώ εμφανίζεται το φαινόμενο συχνά να προσλαμβάνονται τα τελευταία χρόνια νεολαίοι κάτω των 25, με εξαιρετικά χαμηλό μισθό και άρα εργασιακά δικαιώματα, και να απολύονται μόλις τα ξεπεράσουν.
Συγχρόνως, μεγάλο πλήγμα δέχτηκαν οι αυτοαπασχολούμενοι, οι οποίοι παρουσιάζουν πτωτική πορεία, τόσο απόλυτα όσο και ποσοστιαία, και στη συνολική απασχόληση του κλάδου αλλά και στο σύνολο των αυτοαπασχολούμενων της ελληνικής οικονομίας. Μεταξύ 2008 και 2013 η μείωσή τους έφτασε τις 45 περίπου χιλιάδες και συνεχίζει να αυξάνεται. Η μείωση των αυτοαπασχολούμενων αντανακλά τη διπλή επίδραση της καπιταλιστικής κρίσης, η οποία οδηγεί γενικά σε κλείσιμο επιχειρήσεων, ασκώντας συγχρόνως μεγαλύτερη πίεση προς τους αυτοαπασχολούμενους, μεγάλο κομμάτι των οποίων δεν καταφέρνει πια όχι απλά να πετύχει την απλή αναπαραγωγή του κεφαλαίου που έχει επενδύσει, αλλά και να βγάλει τα προς το ζην. Προς αυτή την κατεύθυνση ωθεί η πολιτική που εξυπηρετεί το μεγάλο κεφάλαιο, η οποία, για να μειωθεί η «ζημία» από τις διευκολύνσεις του, φορτώνει τα βάρη στους μικροεπιχειρηματίες.
Τα διαθέσιμα στοιχεία επιβεβαιώνουν την ανάγκη επιμονής στη δουλειά στους μεγάλους εργασιακούς χώρους του Εμπορίου όπου εργάζεται μεγάλο τμήμα των εργαζομένων. Αποτυπώνουν, επίσης, την επιδείνωση της κατάστασης για τους μισθωτούς στον κλάδο, όπως επίσης και τη μεγάλη πίεση σε εκτεταμένα στρώματα αυτοαπασχολούμενων στο Εμπόριο, στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για το σχεδιασμό της δράσης μας σε μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους, για να επιλέξουμε ακόμα πιο εύστοχα μορφές και περιεχόμενο πάλης, για να προχωρήσει ακόμα πιο αποφασιστικά η δουλειά μας στον κλάδο.
Η μελέτη των οικονομικών στοιχείων είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για να γίνουμε καλύτεροι στο να αποδεικνύουμε στην καθημερινή διαπάλη μέσα στο κίνημα πως οι μισθωτοί και οι αυτοαπασχολούμενοι δεν έχουν τίποτα να περιμένουν ούτε από την καπιταλιστική ανάπτυξη, πως μονόδρομος είναι η πάλη για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, με το δυνάμωμα της κοινωνικής συμμαχίας μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων του κλάδου, καθώς και οι δύο πλήττονται από τον καπιταλισμό και την ανάπτυξή του. Η πάλη για ένα ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης που θα απαντάει στο «ανάπτυξη για το λαό και όχι για τα μονοπώλια», με κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, κεντρικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο, κοινωνικοποίηση συνολικά του κλάδου του Εμπορίου, εξασφαλίζοντας έτσι τη δυνατότητα κάλυψης των διευρυμένων κοινωνικά αναγκών των εργαζομένων και την κατάκτηση πλήρους και σταθερής δουλειάς, σταθερών εργασιακών συνθηκών και συρρίκνωσης του χρόνου εργασίας.
Σημείωση:
1. Σημειώνουμε πως στο Εμπόριο αυστηρά δεν παράγεται νέα αξία, παρ' όλα αυτά αξιοποιούμε το στοιχείο της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας όπως μας το δίνει η ΕΛΣΤΑΤ, καθώς αποτυπώνει το σχετικό μέγεθος του κλάδου. Αναλυτικά για το θέμα βλ. ΚΟΜΕΠ, 2/2016.
κλάδο του Εμπορίου). Γι' αυτό πρέπει να ανεβάσουμε κι άλλο τον πήχη της δουλειάς μας στον κλάδο. Αυτή την προσπάθεια του Κόμματος επιχειρεί να βοηθήσει η συνοπτική καταγραφή των εξελίξεων στον κλάδο, που ακολουθεί.
Συνοπτικά στοιχεία για τον κλάδο
Ο
κλάδος του Εμπορίου έχει μεγάλη συμβολή στην ελληνική καπιταλιστική
οικονομία, συγκριτικά με άλλους κλάδους αλλά και χώρες. Στη συνολική
Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) της ελληνικής οικονομίας το 2010,
αθροιστικά το χονδρικό και το λιανικό εμπόριο συνέβαλλαν κατά 13,9%1,
σε σχέση με το 4,5% του κλάδου των Κατασκευών. Το εμπόριο στη Γαλλία
και στη Γερμανία συνέδραμε στην ΑΠΑ κατά 8,5% και 7,5% αντίστοιχα.Ταυτόχρονα, ο κλάδος απασχολεί το 18,1% των απασχολούμενων συνολικά στην ελληνική οικονομία, το 16,4% των μισθωτών εργαζομένων, ενώ υπάρχει και μεγάλη διασπορά εμπορικών μικρών καταστημάτων, με το 18,8% αυτών να είναι αυτοαπασχολούμενοι.
Λόγω του μεγάλου μεγέθους του και του ειδικού ρόλου του για τη συνολική αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου (ο κλάδος πραγματοποιεί μεγάλο μέρος του συνόλου της παραγόμενης αξίας), η βαθιά παρατεταμένη καπιταλιστική κρίση τον επηρέασε και συνεχίζει να τον επηρεάζει σε ανάλογο βαθμό. Ετσι, ο κύκλος εργασιών του κλάδου κατά την περίοδο 2008 - 2013 συρρικνώθηκε κατά 33%, απ' τα 171 δισ. ευρώ στα 114 δισ. Η συρρίκνωση συνεχίζει αμείωτα και μετά το 2013, συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια, παρόλο που έχουν ληφθεί μία σειρά μέτρα υποβοήθησής του, π.χ. απελευθέρωση περιόδων προσφορών και εκπτώσεων, άνοιγμα καταστημάτων σε αργίες κ.λπ. Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο εκδηλώθηκε μαζικό κλείσιμο επιχειρήσεων (από 297 χιλιάδες το 2008 σε 251 χιλιάδες το 2013) και κύμα απολύσεων, με αποτέλεσμα οι μισθωτοί εργαζόμενοι του κλάδου να έχουν μειωθεί κατά 65 χιλιάδες και γενικά οι απασχολούμενοι κατά 177 χιλιάδες.
Επιταχύνεται η τάση συγκεντροποίησης του κεφαλαίου
Φυσικά,
οι εξελίξεις στον κλάδο δεν είναι για όλες τις επιχειρήσεις οι ίδιες,
δεν έχουν σε όλες τον ίδιο αντίκτυπο. Στον κλάδο του Εμπορίου
δραστηριοποιείται μεγάλο εύρος μικρομεσαίων επιχειρήσεων και ιδιαίτερα
πολύ μικρών επιχειρήσεων, αντανακλώντας το γεγονός ότι η συγκεντροποίηση
του κεφαλαίου στον κλάδο δεν έχει προχωρήσει στον ίδιο βαθμό όπως έχει
γίνει σε άλλες χώρες ή σε άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας.Η εκδήλωση της κρίσης οδηγεί σε αντικειμενική επιτάχυνση της τάσης συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Η τάση αυτή επιταχύνθηκε με την επιβολή capital controls και θα ενταθεί περισσότερο το επόμενο διάστημα, δεδομένων των στοιχείων αλλά και των πολιτικών που ακολουθούνται και διευκολύνουν σε αυτή την κατεύθυνση (πλαστικό χρήμα, διαχείριση των «κόκκινων» δανείων κ.ά.).
Ετσι, ενώ οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (λιγότεροι από 9 εργαζόμενοι) συνεχίζουν να αποτελούν σημαντικό κομμάτι του κλάδου, μεταξύ 2004 - 2013 παρουσιάζουν μείωση τόσο του ποσοστού τους, όσο και των μισθωτών που απασχολούν και της ΑΠΑ που «παράγουν».
Οι μικρές επιχειρήσεις (10 - 50 εργαζόμενοι), παρά την υποχώρηση που καταγράφουν μεταξύ 2010 - 2013, συνολικά από το 2004 έως το 2013 έχουν μια μικρή αύξηση, ενώ οι μεσαίες παρουσιάζουν αντοχή με ανοδική τάση μέχρι το 2010, η οποία αντιστράφηκε μέχρι το 2013.
Από την άλλη, οι μεγάλες επιχειρήσεις (περισσότεροι από 250 εργαζόμενοι) έχουν αυξήσει όλα τα σχετικά ποσοστά τους παρά τη μείωσή τους σε απόλυτους αριθμούς, κάτι που επίσης υποδηλώνει και την τάση συγκέντρωσης του κλάδου την περίοδο της κρίσης. Σε κάθε περίπτωση, η καθοριστική σημασία των μεγάλων επιχειρήσεων για τον κλάδο φαίνεται απ' το γεγονός πως οι επιχειρήσεις με περισσότερους από 250 εργαζόμενους, ενώ αποτελούν λιγότερο από το 0,5% του αριθμού των επιχειρήσεων, απασχολούν το 27% της συνολικής μισθωτής απασχόλησης.
Η ίδια τάση υποδηλώνεται ενδεικτικά και από δειγματοληπτικές μελέτες στο χώρο του λιανικού εμπορίου, όπως αυτή της Grant Thornton. Σύμφωνα με αυτή, 95 επιχειρήσεις του λιανικού εμπορίου καλύπτουν το 75% της συνολικής δραστηριότητας αυτού, ενώ διαπιστώνεται ότι δύο πολύ μεγάλες επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν το 49% των πωλήσεων και απασχολούν το 20% των εργαζομένων του κλάδου του λιανικού εμπορίου. Επιπρόσθετα, η ΓΣΕΒΕΕ διαπιστώνει την τάση συμπίεσης του στρώματος των αυτοαπασχολούμενων, καθώς από τη μία εμφανίζονται επιχειρήσεις με πτώση του τζίρου και από την άλλη μεγάλα καταστήματα αποσπούν μεγαλύτερα κομμάτια της αγοράς.
Στην τάση συγκέντρωσης του κεφαλαίου συμβάλλει και η προώθηση ανάπτυξης του ηλεκτρονικού εμπορίου, το οποίο συμβάλλει με διπλό τρόπο σε αυτή την κατεύθυνση. Από τη μία, δεσμεύει τα μικρομάγαζα στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες αναζήτησης και πληρωμών, που είναι ελάχιστες. Από την άλλη, καταργεί ουσιαστικά χωρικούς και χρονικούς περιορισμούς, με αποτέλεσμα η καταφυγή στην τοπική αγορά να έχει μικρή σημασία, όταν μπορεί κανείς ν' αγοράσει ηλεκτρονικά. Ετσι, μοναδικό κριτήριο γίνεται η τιμή, οδηγώντας σε ταχεία συγκέντρωση της πίτας σε μεγάλες αλυσίδες. Στην ίδια κατεύθυνση οδηγεί και η γενίκευση του πλαστικού χρήματος, στο οποίο οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις μικρότερες.
Πώς εκφράστηκαν οι συνέπειες σε εργαζόμενους και αυτοαπασχολούμενους
Μεγάλος χαμένος ήταν και παραμένει ο μισθωτός εργαζόμενος στο Εμπόριο.Στο Εμπόριο δοκιμάστηκαν και γενικεύτηκαν, σε καιρό καπιταλιστικής ανάπτυξης, οι ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, η μερική απασχόληση, οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου και τα σπαστά ωράρια και μέσα στην κρίση επεκτάθηκαν και μονιμοποιήθηκαν. Σύμφωνα με την ΕΣΕΕ, μεταξύ 2013 - 2014, το 45% των νέων θέσεων εργασίας που δημιουργήθηκαν, είναι μερικής απασχόλησης, ενώ οι προσλήψεις ορισμένου χρόνου αντιστάθμισαν τη μείωση των συμβάσεων αορίστου χρόνου. Συνολικά, η μερική απασχόληση μεταξύ 2008 - 2015 αυξήθηκε από 4,5% στο 10,6% και οι 7 στους 10 είναι γυναίκες, ενώ η προσωρινή απασχόληση στον κλάδο αγγίζει το 7,4% (στοιχεία του 2014) με ιδιαίτερα ανοδικές τάσεις και δη στη νεολαία.
Επιπλέον, στον κλάδο παρατηρείται έντονα «μαύρη εργασία», σύμφωνα και με την ΕΣΕΕ. Σε αυτά προστίθενται και η απασχόληση μέσω voucher, αλλά και οι ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι μέσω «δουλεμπορικών» εταιρειών, με συμβάσεις ακόμη και μιας μέρας.
Η γενίκευση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων μαζί με την κατάργηση της κλαδικής σύμβασης του Εμπορίου, την επέκταση της εργάσιμης μέρας (Κυριακές, «Λευκές Νύχτες», καταστρατήγηση των κατ' έθιμον αργιών όπως 2η μέρα της Πρωτοχρονιάς και Καθαρά Δευτέρα), την υπερεντατικοποίηση της εργασίας, φανερώνουν ότι έχει αυξηθεί κατά πολύ ο βαθμός εκμετάλλευσης των εργαζομένων του κλάδου.
Στον κλάδο απασχολείται πολύ μεγάλο μέρος του γυναικείου οικονομικά ενεργού πληθυσμού και είναι και το κομμάτι που δέχεται πρώτο τα πλήγματα των εργασιακών σχέσεων σε σχέση με τους μισθωτούς άντρες στον κλάδο. Τα στοιχεία φορέων και μελετών φανερώνουν πως κατά κύριο λόγο οι γυναίκες χάνουν την εργασία τους λόγω απόλυσης, ενώ οι άντρες λόγω κλεισίματος των επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα, απασχολείται μεγάλο κομμάτι της νεολαίας ηλικίας 15 - 30 ετών, ενώ εμφανίζεται το φαινόμενο συχνά να προσλαμβάνονται τα τελευταία χρόνια νεολαίοι κάτω των 25, με εξαιρετικά χαμηλό μισθό και άρα εργασιακά δικαιώματα, και να απολύονται μόλις τα ξεπεράσουν.
Συγχρόνως, μεγάλο πλήγμα δέχτηκαν οι αυτοαπασχολούμενοι, οι οποίοι παρουσιάζουν πτωτική πορεία, τόσο απόλυτα όσο και ποσοστιαία, και στη συνολική απασχόληση του κλάδου αλλά και στο σύνολο των αυτοαπασχολούμενων της ελληνικής οικονομίας. Μεταξύ 2008 και 2013 η μείωσή τους έφτασε τις 45 περίπου χιλιάδες και συνεχίζει να αυξάνεται. Η μείωση των αυτοαπασχολούμενων αντανακλά τη διπλή επίδραση της καπιταλιστικής κρίσης, η οποία οδηγεί γενικά σε κλείσιμο επιχειρήσεων, ασκώντας συγχρόνως μεγαλύτερη πίεση προς τους αυτοαπασχολούμενους, μεγάλο κομμάτι των οποίων δεν καταφέρνει πια όχι απλά να πετύχει την απλή αναπαραγωγή του κεφαλαίου που έχει επενδύσει, αλλά και να βγάλει τα προς το ζην. Προς αυτή την κατεύθυνση ωθεί η πολιτική που εξυπηρετεί το μεγάλο κεφάλαιο, η οποία, για να μειωθεί η «ζημία» από τις διευκολύνσεις του, φορτώνει τα βάρη στους μικροεπιχειρηματίες.
Ορισμένα συμπεράσματα
Τα
παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνουν τη σημασία του κλάδου για την
καπιταλιστική οικονομία, ενώ αποτυπώνεται επίσης η επιτάχυνση της τάσης
συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στον κλάδο. Η τάση «γιγάντωσης» των πολύ
μεγάλων επιχειρήσεων συνοδεύεται με σμίκρυνση και κλείσιμο μικρών
επιχειρήσεων και επιδείνωση εργασιακών σχέσεων των μισθωτών εργαζομένων
που βαίνουν αυξανόμενοι στον κλάδο.Τα διαθέσιμα στοιχεία επιβεβαιώνουν την ανάγκη επιμονής στη δουλειά στους μεγάλους εργασιακούς χώρους του Εμπορίου όπου εργάζεται μεγάλο τμήμα των εργαζομένων. Αποτυπώνουν, επίσης, την επιδείνωση της κατάστασης για τους μισθωτούς στον κλάδο, όπως επίσης και τη μεγάλη πίεση σε εκτεταμένα στρώματα αυτοαπασχολούμενων στο Εμπόριο, στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη για το σχεδιασμό της δράσης μας σε μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους, για να επιλέξουμε ακόμα πιο εύστοχα μορφές και περιεχόμενο πάλης, για να προχωρήσει ακόμα πιο αποφασιστικά η δουλειά μας στον κλάδο.
Η μελέτη των οικονομικών στοιχείων είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για να γίνουμε καλύτεροι στο να αποδεικνύουμε στην καθημερινή διαπάλη μέσα στο κίνημα πως οι μισθωτοί και οι αυτοαπασχολούμενοι δεν έχουν τίποτα να περιμένουν ούτε από την καπιταλιστική ανάπτυξη, πως μονόδρομος είναι η πάλη για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, με το δυνάμωμα της κοινωνικής συμμαχίας μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων του κλάδου, καθώς και οι δύο πλήττονται από τον καπιταλισμό και την ανάπτυξή του. Η πάλη για ένα ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης που θα απαντάει στο «ανάπτυξη για το λαό και όχι για τα μονοπώλια», με κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, κεντρικό σχεδιασμό και εργατικό έλεγχο, κοινωνικοποίηση συνολικά του κλάδου του Εμπορίου, εξασφαλίζοντας έτσι τη δυνατότητα κάλυψης των διευρυμένων κοινωνικά αναγκών των εργαζομένων και την κατάκτηση πλήρους και σταθερής δουλειάς, σταθερών εργασιακών συνθηκών και συρρίκνωσης του χρόνου εργασίας.
Σημείωση:
1. Σημειώνουμε πως στο Εμπόριο αυστηρά δεν παράγεται νέα αξία, παρ' όλα αυτά αξιοποιούμε το στοιχείο της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας όπως μας το δίνει η ΕΛΣΤΑΤ, καθώς αποτυπώνει το σχετικό μέγεθος του κλάδου. Αναλυτικά για το θέμα βλ. ΚΟΜΕΠ, 2/2016.
Της Αιμιλίας ΒΑΜΒΑΚΙΔΟΥ*
*Η Αιμιλία Βαμβακίδου είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ
*Η Αιμιλία Βαμβακίδου είναι μέλος του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ