Στις
Θέσεις αναφέρεται: «Το μεγάλο μέγεθος της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και
η αδυναμία ελεγχόμενης απαξίωσής του (π.χ. στη μορφή του υπερβολικού
κρατικού χρέους) με ικανοποιητικό τρόπο από τις αστικές κυβερνήσεις σε
όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα».
Το πρόβλημα του υψηλού χρέους, ιδιωτικού και κρατικού, και της αδυναμίας αποκλιμάκωσής του διογκώνεται σε
παγκόσμια κλίμακα. Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν πως στη φάση της κρίσης το κρατικό χρέος αυξήθηκε περίπου κατά 40% στις αναπτυγμένες οικονομίες, παράλληλα με μια ελάχιστη μείωση του ιδιωτικού χρέους (κυρίως το χρέος των νοικοκυριών).
Στην πραγματικότητα, η αύξηση του κρατικού χρέους αντανακλά μια διαδικασία μετατροπής του ιδιωτικού χρέους σε κρατικό, σε όλα τα κέντρα.
Η διαδικασία αυτή έγινε μέσα από μεγάλα πακέτα κρατικής στήριξης προς τους μονοπωλιακούς ομίλους, που αυξήθηκαν σημαντικά στη φάση της κρίσης, με διάφορες μορφές (π.χ. δάνεια, ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, αγορά ομολόγων κ.λπ.). Με τον τρόπο αυτό, μεγάλες υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και τράπεζες «διασώθηκαν» απ' τα καπιταλιστικά κράτη, ενώ τα απαραίτητα κεφάλαια για τη διάσωσή τους προέκυψαν μέσα από μια σημαντική αύξηση του κρατικού δανεισμού (και σε ορισμένες περιπτώσεις μέσα από «τύπωμα» μεγάλης ποσότητας νέου χρήματος).
Όμως, η καπιταλιστική κρίση δεν είναι ένα τυχαίο φαινόμενο. Έρχεται ως νομοτελειακό αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, που οδηγεί σε όξυνση όλων των αντιθέσεων και αντιφάσεων του καπιταλισμού. Η κρίση έρχεται ως αποτέλεσμα της ίδιας της συσσώρευσης του κεφαλαίου και ο χαρακτηρισμός της ως κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου αποδίδει αυτόν το χαρακτήρα της. Στον καπιταλισμό, στόχος της παραγωγής είναι το κέρδος και όταν αυτό δεν εξασφαλίζεται, η παραγωγή σταματά. Ουσιαστικό χαρακτηριστικό της κρίσης είναι πως ένα τμήμα του κεφαλαίου «δεν αποδίδει» ικανοποιητικό κέρδος. Πρώτα και κύρια με τη μορφή παραγωγικών επιχειρήσεων που δεν δίνουν κέρδη, με τη μορφή εμπορευμάτων που δεν πωλούνται, με τη μορφή χρήματος που δεν μπορεί να επενδυθεί κερδοφόρα και ως αποτέλεσμα αυτών και με τη μορφή δανείων που δεν μπορούν να αποπληρωθούν, αφού οι επιχειρήσεις στις οποίες «τοποθετήθηκαν» έπεσαν έξω. Αλλά η εκδήλωση της κρίσης φέρνει «αυθόρμητα» και την προσωρινή λύση της, με τη μορφή της καταστροφής ενός τμήματος του κεφαλαίου, σε κάθε μορφή του, επιτρέποντας στο υπόλοιπο να επανέλθει στην κερδοφορία, για να επαναληφθεί ο κύκλος.
Όμως, η προαναφερθείσα κρατική παρέμβαση «διάσωσης» επιχειρήσεων καθυστερεί χρονικά την απαξίωση του κεφαλαίου, τόσο αυτού που έχει επενδυθεί παραγωγικά, όσο και του τοκοφόρου (δηλαδή του κεφαλαίου που αποδίδει κέρδος μέσω του δανεισμού), στην οποία σπρώχνει αντικειμενικά η εκδήλωση της κρίσης. Η προστασία του τοκοφόρου κεφαλαίου είναι προφανής (τα δάνεια μετακυλίονται στο κράτος μέσα απ' τις τράπεζες). Ωστόσο, η ίδια διαδικασία προστατεύει μέχρι ένα βαθμό και το επενδυμένο κεφάλαιο, αφού ένας βασικός μηχανισμός τελικής καταγραφής της απαξίωσής του είναι η πίεση των δανειστών που οδηγεί σε χρεοκοπία, λύνεται η επιχείρηση και οδηγείται σε πώληση. Όμως, η «κρατικοποίηση» «κόκκινων» χρεών εμποδίζει την εν λόγω διαδικασία.
Τελικά, η μεγάλη αύξηση του κρατικού χρέους αντανακλά μια μορφή του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου που διογκώνεται και δεν προχωρά η απαξίωσή του. Η μεγάλη έκταση του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου με τη μορφή υπερβολικού χρέους έχει σημάνει συναγερμό στα αστικά επιτελεία. Μια σειρά από αναλύσεις και εκθέσεις, απ' το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, αλλά και πολλές αναλύσεις μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών και επενδυτικών οίκων, επιμένουν στο πρόβλημα του υψηλού κρατικού χρέους, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου.
Αναδημοσιεύεται από τη στήλη «Ερώτηση - Απάντηση - 20ό Συνέδριο ΚΚΕ» του «Ριζοσπάστη» της 26ης Γενάρη 2017.
Το πρόβλημα του υψηλού χρέους, ιδιωτικού και κρατικού, και της αδυναμίας αποκλιμάκωσής του διογκώνεται σε
παγκόσμια κλίμακα. Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν πως στη φάση της κρίσης το κρατικό χρέος αυξήθηκε περίπου κατά 40% στις αναπτυγμένες οικονομίες, παράλληλα με μια ελάχιστη μείωση του ιδιωτικού χρέους (κυρίως το χρέος των νοικοκυριών).
Στην πραγματικότητα, η αύξηση του κρατικού χρέους αντανακλά μια διαδικασία μετατροπής του ιδιωτικού χρέους σε κρατικό, σε όλα τα κέντρα.
Η διαδικασία αυτή έγινε μέσα από μεγάλα πακέτα κρατικής στήριξης προς τους μονοπωλιακούς ομίλους, που αυξήθηκαν σημαντικά στη φάση της κρίσης, με διάφορες μορφές (π.χ. δάνεια, ανακεφαλαιοποίηση τραπεζών, αγορά ομολόγων κ.λπ.). Με τον τρόπο αυτό, μεγάλες υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και τράπεζες «διασώθηκαν» απ' τα καπιταλιστικά κράτη, ενώ τα απαραίτητα κεφάλαια για τη διάσωσή τους προέκυψαν μέσα από μια σημαντική αύξηση του κρατικού δανεισμού (και σε ορισμένες περιπτώσεις μέσα από «τύπωμα» μεγάλης ποσότητας νέου χρήματος).
Όμως, η καπιταλιστική κρίση δεν είναι ένα τυχαίο φαινόμενο. Έρχεται ως νομοτελειακό αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, που οδηγεί σε όξυνση όλων των αντιθέσεων και αντιφάσεων του καπιταλισμού. Η κρίση έρχεται ως αποτέλεσμα της ίδιας της συσσώρευσης του κεφαλαίου και ο χαρακτηρισμός της ως κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου αποδίδει αυτόν το χαρακτήρα της. Στον καπιταλισμό, στόχος της παραγωγής είναι το κέρδος και όταν αυτό δεν εξασφαλίζεται, η παραγωγή σταματά. Ουσιαστικό χαρακτηριστικό της κρίσης είναι πως ένα τμήμα του κεφαλαίου «δεν αποδίδει» ικανοποιητικό κέρδος. Πρώτα και κύρια με τη μορφή παραγωγικών επιχειρήσεων που δεν δίνουν κέρδη, με τη μορφή εμπορευμάτων που δεν πωλούνται, με τη μορφή χρήματος που δεν μπορεί να επενδυθεί κερδοφόρα και ως αποτέλεσμα αυτών και με τη μορφή δανείων που δεν μπορούν να αποπληρωθούν, αφού οι επιχειρήσεις στις οποίες «τοποθετήθηκαν» έπεσαν έξω. Αλλά η εκδήλωση της κρίσης φέρνει «αυθόρμητα» και την προσωρινή λύση της, με τη μορφή της καταστροφής ενός τμήματος του κεφαλαίου, σε κάθε μορφή του, επιτρέποντας στο υπόλοιπο να επανέλθει στην κερδοφορία, για να επαναληφθεί ο κύκλος.
Όμως, η προαναφερθείσα κρατική παρέμβαση «διάσωσης» επιχειρήσεων καθυστερεί χρονικά την απαξίωση του κεφαλαίου, τόσο αυτού που έχει επενδυθεί παραγωγικά, όσο και του τοκοφόρου (δηλαδή του κεφαλαίου που αποδίδει κέρδος μέσω του δανεισμού), στην οποία σπρώχνει αντικειμενικά η εκδήλωση της κρίσης. Η προστασία του τοκοφόρου κεφαλαίου είναι προφανής (τα δάνεια μετακυλίονται στο κράτος μέσα απ' τις τράπεζες). Ωστόσο, η ίδια διαδικασία προστατεύει μέχρι ένα βαθμό και το επενδυμένο κεφάλαιο, αφού ένας βασικός μηχανισμός τελικής καταγραφής της απαξίωσής του είναι η πίεση των δανειστών που οδηγεί σε χρεοκοπία, λύνεται η επιχείρηση και οδηγείται σε πώληση. Όμως, η «κρατικοποίηση» «κόκκινων» χρεών εμποδίζει την εν λόγω διαδικασία.
Τελικά, η μεγάλη αύξηση του κρατικού χρέους αντανακλά μια μορφή του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου που διογκώνεται και δεν προχωρά η απαξίωσή του. Η μεγάλη έκταση του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου με τη μορφή υπερβολικού χρέους έχει σημάνει συναγερμό στα αστικά επιτελεία. Μια σειρά από αναλύσεις και εκθέσεις, απ' το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, αλλά και πολλές αναλύσεις μεγάλων ιδιωτικών τραπεζών και επενδυτικών οίκων, επιμένουν στο πρόβλημα του υψηλού κρατικού χρέους, κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου.
Αναδημοσιεύεται από τη στήλη «Ερώτηση - Απάντηση - 20ό Συνέδριο ΚΚΕ» του «Ριζοσπάστη» της 26ης Γενάρη 2017.