Στις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 20ό
Συνέδριο αναφέρεται ως ένα βασικό χαρακτηριστικό των εξελίξεων στη
διεθνή καπιταλιστική οικονομία «το μεγάλο μέγεθος της υπερσυσσώρευσης
κεφαλαίου και η αδυναμία ελεγχόμενης απαξίωσής του (π.χ. στη μορφή του
υπερβολικού κρατικού χρέους) με ικανοποιητικό τρόπο από τις αστικές
κυβερνήσεις σε όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα» (Θ. 1).
Ουσιαστικό χαρακτηριστικό του κεφαλαίου που το διαφοροποιεί απ' το χρήμα είναι η δυνατότητα αυτοαύξησής του. Ενα τσουβάλι χρήμα δεν συνιστά κεφάλαιο αφού δεν αυξάνεται, γίνεται κεφάλαιο μόνο αν επενδυθεί, είτε απευθείας στην παραγωγή και στο εμπόριο, είτε έμμεσα μέσω του δανεισμού.
Υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο είναι το κεφάλαιο που δεν αποδίδει ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους. Το ποσοστό
κέρδους δίνει τη σχέση ανάμεσα στην υπεραξία που παράγεται και το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί και είναι το μοναδικό κριτήριο για τις καπιταλιστικές επενδύσεις. Κεφάλαιο που «δεν αποδίδει» είναι τόσο κεφάλαιο που έχει ήδη επενδυθεί σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις όμως οι επενδύσεις δεν «βγάζουν» τα αναμενόμενα, όσο και κεφάλαιο για το οποίο δεν υπάρχουν ευκαιρίες τοποθέτησης, λιμνάζει, δεν έχει επενδυθεί.
Το μέγεθος του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου εκφράζεται, στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία, με διάφορες μορφές. Το χαμηλό ποσοστό κέρδους, δηλαδή το γεγονός ότι το κέρδος δεν είναι ικανοποιητικό για τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και η ύπαρξη πληθώρας κεφαλαίου για δανεισμό οδηγεί σε χαμηλά επιτόκια (σχεδόν μηδενικά διατραπεζικά επιτόκια σήμερα).
Το κρατικό χρέος επίσης εκτινάσσεται τόσο λόγω της ευκολίας δανεισμού όσο και λόγω κεφαλαίων που μέσα απ' το κράτος επενδύθηκαν χωρίς να αποδίδουν και για να διασωθούν προβληματικές επιχειρήσεις και τράπεζες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κρατικό χρέος, στη φάση της κρίσης, αυξήθηκε περίπου κατά 40% στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες.
Εκφράζεται επίσης με τις προβληματικές τράπεζες αφού τα κεφάλαια που έχουν δανείσει και τα οποία έχουν επενδυθεί στην οικονομία δεν αποδίδουν το αναμενόμενο κέρδος και δεν μπορούν να αποπληρωθούν στις τράπεζες («κόκκινα» δάνεια) καθιστώντας αδύνατο να αποδώσουν οι τράπεζες το κεφάλαιο που έχουν «δανειστεί» οι ίδιες μέσω των καταθέσεων.
Εκφράζεται ακόμα με τα τεράστια αποθέματα μετρητών, τα οποία δεν επενδύονται παραγωγικά. Μόνο οι εταιρείες του δείκτη S&P500 (χωρίς τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους - δείκτης που καταγράφει την πορεία των 500 μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κόσμου) έχουν περίπου 1,5 τρισ. δολάρια σε μετρητά.
Η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου αποτελεί από τους βασικούς παράγοντες εκδήλωσης των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων. Γι' αυτό όταν μιλάμε για καπιταλιστική οικονομική κρίση αναφερόμαστε σε κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Η κρίση, η απότομη δηλαδή διακοπή της αναπαραγωγής του κεφαλαίου σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα σε σχέση με πριν, οδηγεί στην απαξίωση κεφαλαίου, που ουσιαστικά αποτελεί τη μοναδική απάντηση στην υπερσυσσώρευση. Αυτό που εντοπίζουν οι Θέσεις ως πρόβλημα για τη διεθνή καπιταλιστική οικονομία είναι η αδυναμία ικανοποιητικής ελεγχόμενης απαξίωσης του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου.
Ουσιαστικό χαρακτηριστικό του κεφαλαίου που το διαφοροποιεί απ' το χρήμα είναι η δυνατότητα αυτοαύξησής του. Ενα τσουβάλι χρήμα δεν συνιστά κεφάλαιο αφού δεν αυξάνεται, γίνεται κεφάλαιο μόνο αν επενδυθεί, είτε απευθείας στην παραγωγή και στο εμπόριο, είτε έμμεσα μέσω του δανεισμού.
Υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο είναι το κεφάλαιο που δεν αποδίδει ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους. Το ποσοστό
κέρδους δίνει τη σχέση ανάμεσα στην υπεραξία που παράγεται και το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί και είναι το μοναδικό κριτήριο για τις καπιταλιστικές επενδύσεις. Κεφάλαιο που «δεν αποδίδει» είναι τόσο κεφάλαιο που έχει ήδη επενδυθεί σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις όμως οι επενδύσεις δεν «βγάζουν» τα αναμενόμενα, όσο και κεφάλαιο για το οποίο δεν υπάρχουν ευκαιρίες τοποθέτησης, λιμνάζει, δεν έχει επενδυθεί.
Το μέγεθος του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου εκφράζεται, στη διεθνή καπιταλιστική οικονομία, με διάφορες μορφές. Το χαμηλό ποσοστό κέρδους, δηλαδή το γεγονός ότι το κέρδος δεν είναι ικανοποιητικό για τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και η ύπαρξη πληθώρας κεφαλαίου για δανεισμό οδηγεί σε χαμηλά επιτόκια (σχεδόν μηδενικά διατραπεζικά επιτόκια σήμερα).
Το κρατικό χρέος επίσης εκτινάσσεται τόσο λόγω της ευκολίας δανεισμού όσο και λόγω κεφαλαίων που μέσα απ' το κράτος επενδύθηκαν χωρίς να αποδίδουν και για να διασωθούν προβληματικές επιχειρήσεις και τράπεζες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κρατικό χρέος, στη φάση της κρίσης, αυξήθηκε περίπου κατά 40% στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες.
Εκφράζεται επίσης με τις προβληματικές τράπεζες αφού τα κεφάλαια που έχουν δανείσει και τα οποία έχουν επενδυθεί στην οικονομία δεν αποδίδουν το αναμενόμενο κέρδος και δεν μπορούν να αποπληρωθούν στις τράπεζες («κόκκινα» δάνεια) καθιστώντας αδύνατο να αποδώσουν οι τράπεζες το κεφάλαιο που έχουν «δανειστεί» οι ίδιες μέσω των καταθέσεων.
Εκφράζεται ακόμα με τα τεράστια αποθέματα μετρητών, τα οποία δεν επενδύονται παραγωγικά. Μόνο οι εταιρείες του δείκτη S&P500 (χωρίς τους χρηματοπιστωτικούς ομίλους - δείκτης που καταγράφει την πορεία των 500 μεγαλύτερων επιχειρήσεων του κόσμου) έχουν περίπου 1,5 τρισ. δολάρια σε μετρητά.
Η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου αποτελεί από τους βασικούς παράγοντες εκδήλωσης των καπιταλιστικών οικονομικών κρίσεων. Γι' αυτό όταν μιλάμε για καπιταλιστική οικονομική κρίση αναφερόμαστε σε κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Η κρίση, η απότομη δηλαδή διακοπή της αναπαραγωγής του κεφαλαίου σε όλο και μεγαλύτερη κλίμακα σε σχέση με πριν, οδηγεί στην απαξίωση κεφαλαίου, που ουσιαστικά αποτελεί τη μοναδική απάντηση στην υπερσυσσώρευση. Αυτό που εντοπίζουν οι Θέσεις ως πρόβλημα για τη διεθνή καπιταλιστική οικονομία είναι η αδυναμία ικανοποιητικής ελεγχόμενης απαξίωσης του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου.