Τη βδομάδα που πέρασε, η Κομισιόν έδωσε στη δημοσιότητα το «έγγραφο
προβληματισμού για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Αμυνας», που περιέχει τα
τρία βασικά σενάρια για το μέλλον του «αμυντικού δόγματος» της
ιμπεριαλιστικής ένωσης, ενώ ανακοίνωσε και τη διαμόρφωση «Ευρωπαϊκού
Ταμείου Αμυνας», που, σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται, θα φτάσει να
χρηματοδοτεί με 5,5 δισ. ευρώ το χρόνο την ανάπτυξη τεχνολογιών και
πολεμικών συστημάτων, ως στοιχείο για την περαιτέρω «στρατηγική
αυτονομία» της ΕΕ και την εξοπλιστική «απεξάρτησή» της από άλλα
ιμπεριαλιστικά
κέντρα, κυρίως τις ΗΠΑ.
Πρόκειται σίγουρα για μια επικίνδυνη εξέλιξη, από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων, που εντάσσεται στο πλέγμα των ανταγωνισμών των ισχυρότερων καπιταλιστικών κρατών της ΕΕ με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΗΠΑ, Ρωσία κ.λπ.).
Στο έγγραφο τονίζεται πως «τίθενται σταδιακά τα θεμέλια για μια Ευρωπαϊκή Ένωση Ασφάλειας και Άμυνας», ενώ σημειώνεται πως για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, «απαιτείται μεγαλύτερη συνεργασία εντός της ΕΕ», «στενότερη ευθυγράμμιση των στρατηγικών προσεγγίσεων, καθώς και μια κοινή αντίληψη των απειλών και των ενδεδειγμένων προσεγγίσεων», επειδή «βρισκόμαστε πλέον αντιμέτωποι με υβριδικές και διακρατικές απειλές, καθώς και με τις σημαντικές επιπτώσεις των συγκρούσεων στις γειτονικές περιοχές». Αναδεικνύεται, επίσης, η ανάγκη για καλύτερο συντονισμό και αύξηση του εύρους και της αποτελεσματικότητας των αμυντικών δαπανών.
Καθόλου τυχαία, στο έγγραφο συναντά κανείς και μια διαπίστωση πολύ κοντά σε όσα είπε η Γερμανίδα καγκελάριος: «...η διατλαντική σχέση εξελίσσεται. Την κύρια ευθύνη για τη βελτίωση της ευρωπαϊκής ασφάλειας έχουμε πρωτίστως εμείς οι Ευρωπαίοι (...) Μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες, η Ευρώπη έχει ευθύνη για την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια. Η ανάληψη δράσης σε συνεργασία με τους εταίρους μας θα παραμείνει ο κανόνας και η κύρια προτίμηση της ΕΕ, ωστόσο θα πρέπει να είμαστε σε θέση να ενεργούμε αυτόνομα όταν χρειάζεται». «Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, οι Ευρωπαίοι πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη για τη δική τους ασφάλεια», τονίζεται σε άλλο σημείο του κειμένου.
Η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί έξω από τις επιδιώξεις της Γερμανίας να αναβαθμίσει αυτοτελώς τη στρατιωτική της ισχύ, επιδιώκοντας την υπεράσπιση των συμφερόντων των μονοπωλιακών της ομίλων. Αντικειμενικά, Γαλλία και Γερμανία διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο στο «νέο σύστημα ευρωπαϊκής ασφάλειας», επιδίωξη που έχει εκφραστεί και με αλλαγή ουσιαστικά του αμυντικού δόγματος. Ενώ, βεβαίως, η εξέλιξη αυτή επιταχύνεται από την όξυνση των αντιθέσεων της Γερμανίας με τις ΗΠΑ, σε μια σειρά ευρωπαϊκά και διεθνή πεδία.
Βεβαίως, η δυνατότητα διαμόρφωσης «κοινής πολιτικής ασφάλειας» των κρατών της ΕΕ εξαρτάται από το βαθμό συνοχής και την πορεία των αντιθέσεων στο εσωτερικό της ίδιας της Ευρωένωσης, που δεν εκδηλώνεται μόνο σε οικονομικό επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, κανένα από τα σενάρια που βρίσκονται σήμερα στο τραπέζι δεν πρόκειται να ωφελήσει τους λαούς, που βρίσκονται αντιμέτωποι με νέους μεγάλους κινδύνους, εξαιτίας της έντασης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Άλλωστε, η δράση των στρατιωτικών δυνάμεων των κρατών της ΕΕ σε Βαλκάνια, Μ. Ανατολή, Αφρική και αλλού υπηρέτησε διαχρονικά τα ίδια ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, όπως αυτά που υπερασπίζονται οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Η ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης είναι και εδώ μεγάλη, αφού επιδιώκει και σε αυτές τις εξελίξεις να έχει σημαντικό ρόλο, γεγονός που αυξάνει τους κινδύνους εμπλοκής του λαού σε ανεξέλεγκτες «περιπέτειες».
κέντρα, κυρίως τις ΗΠΑ.
Πρόκειται σίγουρα για μια επικίνδυνη εξέλιξη, από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων, που εντάσσεται στο πλέγμα των ανταγωνισμών των ισχυρότερων καπιταλιστικών κρατών της ΕΕ με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΗΠΑ, Ρωσία κ.λπ.).
Στο έγγραφο τονίζεται πως «τίθενται σταδιακά τα θεμέλια για μια Ευρωπαϊκή Ένωση Ασφάλειας και Άμυνας», ενώ σημειώνεται πως για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, «απαιτείται μεγαλύτερη συνεργασία εντός της ΕΕ», «στενότερη ευθυγράμμιση των στρατηγικών προσεγγίσεων, καθώς και μια κοινή αντίληψη των απειλών και των ενδεδειγμένων προσεγγίσεων», επειδή «βρισκόμαστε πλέον αντιμέτωποι με υβριδικές και διακρατικές απειλές, καθώς και με τις σημαντικές επιπτώσεις των συγκρούσεων στις γειτονικές περιοχές». Αναδεικνύεται, επίσης, η ανάγκη για καλύτερο συντονισμό και αύξηση του εύρους και της αποτελεσματικότητας των αμυντικών δαπανών.
Καθόλου τυχαία, στο έγγραφο συναντά κανείς και μια διαπίστωση πολύ κοντά σε όσα είπε η Γερμανίδα καγκελάριος: «...η διατλαντική σχέση εξελίσσεται. Την κύρια ευθύνη για τη βελτίωση της ευρωπαϊκής ασφάλειας έχουμε πρωτίστως εμείς οι Ευρωπαίοι (...) Μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες και άλλες χώρες, η Ευρώπη έχει ευθύνη για την παγκόσμια ειρήνη και ασφάλεια. Η ανάληψη δράσης σε συνεργασία με τους εταίρους μας θα παραμείνει ο κανόνας και η κύρια προτίμηση της ΕΕ, ωστόσο θα πρέπει να είμαστε σε θέση να ενεργούμε αυτόνομα όταν χρειάζεται». «Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, οι Ευρωπαίοι πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερη ευθύνη για τη δική τους ασφάλεια», τονίζεται σε άλλο σημείο του κειμένου.
Η εξέλιξη αυτή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί έξω από τις επιδιώξεις της Γερμανίας να αναβαθμίσει αυτοτελώς τη στρατιωτική της ισχύ, επιδιώκοντας την υπεράσπιση των συμφερόντων των μονοπωλιακών της ομίλων. Αντικειμενικά, Γαλλία και Γερμανία διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο στο «νέο σύστημα ευρωπαϊκής ασφάλειας», επιδίωξη που έχει εκφραστεί και με αλλαγή ουσιαστικά του αμυντικού δόγματος. Ενώ, βεβαίως, η εξέλιξη αυτή επιταχύνεται από την όξυνση των αντιθέσεων της Γερμανίας με τις ΗΠΑ, σε μια σειρά ευρωπαϊκά και διεθνή πεδία.
Βεβαίως, η δυνατότητα διαμόρφωσης «κοινής πολιτικής ασφάλειας» των κρατών της ΕΕ εξαρτάται από το βαθμό συνοχής και την πορεία των αντιθέσεων στο εσωτερικό της ίδιας της Ευρωένωσης, που δεν εκδηλώνεται μόνο σε οικονομικό επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, κανένα από τα σενάρια που βρίσκονται σήμερα στο τραπέζι δεν πρόκειται να ωφελήσει τους λαούς, που βρίσκονται αντιμέτωποι με νέους μεγάλους κινδύνους, εξαιτίας της έντασης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Άλλωστε, η δράση των στρατιωτικών δυνάμεων των κρατών της ΕΕ σε Βαλκάνια, Μ. Ανατολή, Αφρική και αλλού υπηρέτησε διαχρονικά τα ίδια ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, όπως αυτά που υπερασπίζονται οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Η ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης είναι και εδώ μεγάλη, αφού επιδιώκει και σε αυτές τις εξελίξεις να έχει σημαντικό ρόλο, γεγονός που αυξάνει τους κινδύνους εμπλοκής του λαού σε ανεξέλεγκτες «περιπέτειες».