Με πανηγυρισμούς υποδέχτηκε η κυβέρνηση τα στοιχεία για τις ροές
απασχόλησης από το σύστημα «Εργάνη», όπου καταγράφονται 89.534
περισσότερες προσλήψεις απ' ό,τι απολύσεις για το μήνα Μάη. Το γεγονός,
εξάλλου, ότι το 70% αυτών των προσλήψεων έγιναν στον τουρισμό,
αξιοποιήθηκε από την κυβέρνηση για να διαφημίσει τις προοπτικές
ανάσχεσης της ανεργίας στους λεγόμενους «δυναμικούς κλάδους» και το ρόλο
που μπορούν να παίξουν στη συνολική ανάκαμψη της οικονομίας.
Η απασχόληση όμως στον τουρισμό είναι εποχική και από τις νέες προσλήψεις το μήνα Μάη, οι μισές είναι μερικής και εκ
περιτροπής απασχόλησης. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η ανάκαμψη ενός κλάδου ή της οικονομίας στο σύνολό της δεν δημιουργεί προϋποθέσεις σχετικής μείωσης της ανεργίας.
Απέχει όμως πολύ από την προκλητική προσπάθεια της κυβέρνησης να κατασκευάσει την εικόνα ότι η αντιλαϊκή της πολιτική δικαιώνεται και ότι το θετικό ισοζύγιο στις ροές απασχόλησης επιβραβεύει τις θυσίες των εργαζομένων και του λαού στο όνομα της ανάκαμψης, θέλοντας μ' αυτόν τον τρόπο να καλλιεργήσει προσδοκίες και να αποσπάσει ενεργητική συναίνεση στην κλιμάκωση των αντιλαϊκών μέτρων.
Πολύ περισσότερο που το συγκεκριμένο παράδειγμα αφορά τον κλάδο του τουρισμού, όπου πέρα από την εποχικότητα της δουλειάς, οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις είναι καθεστώς, όπως και η απλήρωτη μαθητεία, δεν υπάρχουν ωράρια, άδειες και ρεπό, ενώ ένα ελάχιστο ποσοστό των εργαζομένων αμείβεται με την κλαδική Σύμβαση, που κι αυτή προβλέπει πετσοκομμένους μισθούς και απλήρωτες υπερωρίες, με την υπογραφή της συνδικαλιστικής πλειοψηφίας του κλάδου.
Πάνω εκεί στηρίζεται το «θαύμα του τουρισμού» στην Ελλάδα, όπου απασχολούνται κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι. Από τη δική τους στυγνή εκμετάλλευση βγαίνουν τα κέρδη των μεγαλοξενοδόχων και των άλλων επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο.
Είναι μάλιστα τέτοιο το θράσος τους, που διαμαρτύρονται προκαταβολικά ότι παρά τις αυξημένες αφίξεις, ο τζίρος τους δεν προβλέπεται να αυξηθεί, εξαιτίας των προκρατήσεων σε κλίνες, που συμβάλλουν στην αύξηση των τουριστών, αλλά γίνονται σε πολύ χαμηλότερη τιμή από την εμπορική τους. Με τέτοια «επιχειρήματα» διεκδικούν μεγαλύτερη κρατική στήριξη και διαμορφώνουν συνθήκες έντασης της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, στους οποίους είναι βέβαιο ότι θα φορτώσουν την όποια απόκλιση καταγραφεί από τα προσδοκώμενα έσοδα.
Σε κάθε περίπτωση, ούτε η άνοδος του τουρισμού με αυτά τα δεδομένα, ούτε η ανάκαμψη της οικονομίας στο σύνολό της μπορούν να μειώσουν θεαματικά την πραγματική ανεργία, πόσο μάλλον να την εξαλείψουν. Είναι χαρακτηριστικές οι προβλέψεις ιμπεριαλιστικών οργανισμών που προβλέπουν μικρή μείωση της ανεργίας στο 20,1% το 2018, παρά τις προβλέψεις για επιστροφή της οικονομίας σε ανάκαμψη, ενώ άλλα στοιχεία προβλέπουν ότι θα χρειαστεί μια 20ετία με υψηλούς ρυθμούς ανάκαμψης για να καταγραφεί έστω και στατιστικά μια ουσιαστική μείωση της ανεργίας.
Το σμπαράλιασμα της σταθερής και μόνιμης εργασίας έρχεται ως αντιδραστική απάντηση, με κριτήριο τις ανάγκες των κερδών των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, σε αλλαγές που φέρνει στην παραγωγή η μαζικότερη εισαγωγή επιτευγμάτων της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Τα ίδια τα αστικά επιτελεία εκφράζουν ανησυχία για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανεργίας και ιδιαίτερα για τη μακροχρόνια και σε φάση ανάπτυξης, ενώ τους προβληματίζει η δυσκολία του αστικού κράτους να διαχειριστεί τη φτώχεια ολοένα και περισσότερων μακροχρόνια ανέργων.
Χρειάζεται επομένως οι εργαζόμενοι να μην «τσιμπήσουν» στα πανηγύρια της κυβέρνησης, κυρίως χρειάζεται να δουν βαθύτερα, ότι δηλαδή όσο κριτήριο της παραγωγής θα είναι το καπιταλιστικό κέρδος, εξελίξεις που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν προς όφελος των εργαζομένων (π.χ. με τη μείωση του εργάσιμου χρόνου) γίνονται κρίκοι στη βαριά αλυσίδα της εντεινόμενης εκμετάλλευσης. Απέναντι λοιπόν στο κεφάλαιο, τις κυβερνήσεις και τα κόμματά του θα πρέπει να προσανατολιστεί η δράση τους.
Η απασχόληση όμως στον τουρισμό είναι εποχική και από τις νέες προσλήψεις το μήνα Μάη, οι μισές είναι μερικής και εκ
περιτροπής απασχόλησης. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η ανάκαμψη ενός κλάδου ή της οικονομίας στο σύνολό της δεν δημιουργεί προϋποθέσεις σχετικής μείωσης της ανεργίας.
Απέχει όμως πολύ από την προκλητική προσπάθεια της κυβέρνησης να κατασκευάσει την εικόνα ότι η αντιλαϊκή της πολιτική δικαιώνεται και ότι το θετικό ισοζύγιο στις ροές απασχόλησης επιβραβεύει τις θυσίες των εργαζομένων και του λαού στο όνομα της ανάκαμψης, θέλοντας μ' αυτόν τον τρόπο να καλλιεργήσει προσδοκίες και να αποσπάσει ενεργητική συναίνεση στην κλιμάκωση των αντιλαϊκών μέτρων.
Πολύ περισσότερο που το συγκεκριμένο παράδειγμα αφορά τον κλάδο του τουρισμού, όπου πέρα από την εποχικότητα της δουλειάς, οι ελαστικές εργασιακές σχέσεις είναι καθεστώς, όπως και η απλήρωτη μαθητεία, δεν υπάρχουν ωράρια, άδειες και ρεπό, ενώ ένα ελάχιστο ποσοστό των εργαζομένων αμείβεται με την κλαδική Σύμβαση, που κι αυτή προβλέπει πετσοκομμένους μισθούς και απλήρωτες υπερωρίες, με την υπογραφή της συνδικαλιστικής πλειοψηφίας του κλάδου.
Πάνω εκεί στηρίζεται το «θαύμα του τουρισμού» στην Ελλάδα, όπου απασχολούνται κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι. Από τη δική τους στυγνή εκμετάλλευση βγαίνουν τα κέρδη των μεγαλοξενοδόχων και των άλλων επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο.
Είναι μάλιστα τέτοιο το θράσος τους, που διαμαρτύρονται προκαταβολικά ότι παρά τις αυξημένες αφίξεις, ο τζίρος τους δεν προβλέπεται να αυξηθεί, εξαιτίας των προκρατήσεων σε κλίνες, που συμβάλλουν στην αύξηση των τουριστών, αλλά γίνονται σε πολύ χαμηλότερη τιμή από την εμπορική τους. Με τέτοια «επιχειρήματα» διεκδικούν μεγαλύτερη κρατική στήριξη και διαμορφώνουν συνθήκες έντασης της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, στους οποίους είναι βέβαιο ότι θα φορτώσουν την όποια απόκλιση καταγραφεί από τα προσδοκώμενα έσοδα.
Σε κάθε περίπτωση, ούτε η άνοδος του τουρισμού με αυτά τα δεδομένα, ούτε η ανάκαμψη της οικονομίας στο σύνολό της μπορούν να μειώσουν θεαματικά την πραγματική ανεργία, πόσο μάλλον να την εξαλείψουν. Είναι χαρακτηριστικές οι προβλέψεις ιμπεριαλιστικών οργανισμών που προβλέπουν μικρή μείωση της ανεργίας στο 20,1% το 2018, παρά τις προβλέψεις για επιστροφή της οικονομίας σε ανάκαμψη, ενώ άλλα στοιχεία προβλέπουν ότι θα χρειαστεί μια 20ετία με υψηλούς ρυθμούς ανάκαμψης για να καταγραφεί έστω και στατιστικά μια ουσιαστική μείωση της ανεργίας.
Το σμπαράλιασμα της σταθερής και μόνιμης εργασίας έρχεται ως αντιδραστική απάντηση, με κριτήριο τις ανάγκες των κερδών των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, σε αλλαγές που φέρνει στην παραγωγή η μαζικότερη εισαγωγή επιτευγμάτων της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Τα ίδια τα αστικά επιτελεία εκφράζουν ανησυχία για τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανεργίας και ιδιαίτερα για τη μακροχρόνια και σε φάση ανάπτυξης, ενώ τους προβληματίζει η δυσκολία του αστικού κράτους να διαχειριστεί τη φτώχεια ολοένα και περισσότερων μακροχρόνια ανέργων.
Χρειάζεται επομένως οι εργαζόμενοι να μην «τσιμπήσουν» στα πανηγύρια της κυβέρνησης, κυρίως χρειάζεται να δουν βαθύτερα, ότι δηλαδή όσο κριτήριο της παραγωγής θα είναι το καπιταλιστικό κέρδος, εξελίξεις που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν προς όφελος των εργαζομένων (π.χ. με τη μείωση του εργάσιμου χρόνου) γίνονται κρίκοι στη βαριά αλυσίδα της εντεινόμενης εκμετάλλευσης. Απέναντι λοιπόν στο κεφάλαιο, τις κυβερνήσεις και τα κόμματά του θα πρέπει να προσανατολιστεί η δράση τους.