Ένα πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα από το βιβλίο του Αναστάση Γκίκα, συνεργάτη του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, για τη συμβολή των Ελλήνων (κυρίως Ποντιακής καταγωγής) στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ. Το απόσπασμα που ακολουθεί αναφέρεται στο σοβιετικό σωφρονιστικό σύστημα, και διαλύει μια σειρά δημοφιλείς αντικομμουνιστικούς μύθους, δείχνοτνας την έμφαση που δινόταν στην εργασία (η οποία αμειβόταν κανονικά, όπως θα γινόταν κι εκτός φυλακής) και στην ποικίλη πολιτιστική κι όχι μόνο δραστηριότητα, που ανέπτυσσαν οι τρόφιμοι, στα πλαίσια της επιμόρφωσης και της επανένταξής τους στο
κοινωνικό σύνολο.
Τη δεκαετία του 1930 το σοβιετικό ποινικό σύστημα αποτελούνταν από ένα σωφρονιστικό δίκτυο, το οποίο περιελάμβανε: 1. τις φυλακές, 2 τα στρατόπεδα εργασίας (Gulag), 3. τις “αποικίες εργασίας”, και 4. τις ειδικές ανοικτές ζώνες. Ο σοβιετικός πολίτης ο οποίος κρινόταν προφυλακιστέος στελνόταν κατά κανόνα σε μια κανονική φυλακή, ενώ παράλληλα πραγματοποιούνταν οι σχετικές έρευνες για να διαπιστωθεί εάν είναι αθώος ή ένοχος. Στην περίπτωση που η δικαστική αρχή αποφαινόταν καταδικαστικά, τότε ο κατηγορούμενος θα μπορούσε ενδεχομένως -ανάλογα και με τη σοβαρότητα της ποινικής πράξης- να πληρώσει ένα πρόστιμο, ή να φυλακιστεί ή, πολύ πιο σπάνια, να αντιμετωπίσει την ποινή της εκτέλεσης. Ένα πρόστιμο μπορούσε να είναι ένα δεδομένο ποσοστό επί των αμοιβών του για μια καθορισμένη χρονική περίοδο. Εκείνοι που καταδικάζονταν σε φυλάκιση στέλνονταν σε κάποια φυλακή, της οποία ο βαθμός ασφάλειας ποίκιλε ανάλογα με την παράβαση.
Όσοι καταδικάζονταν σε ποινές αναγκαστικής εργασίας με διάρκεια λιγότερη του ενός έτους δε μεταφέρονταν καν σε φυλασσόμενες ποινικές εγκαταστάσεις. Οι καταδικασθέντες δε στερούνταν την ελευθερία τους. Εξέτιαν την ποινή τους στον τόπο εργασίας όπου απασχολούνταν και στο παρελθόν, ή σε συγκεκριμένες παραγωγικές μονάδες οι οποίες έπρεπε να απέχουν το μάξιμουμ 10 χιλιόμετρα από τον τόπο κατοικίας τους. Στην ασυνήθιστη περίπτωση που ο υπόδικος καλούνταν να εκτίσει την ποινή του σε χώρο εργασίας βρισκόμενο πέραν του ορίου των 10 χιλιομέτρων, το κράτος αναλάμβανε τα έξοδα μετακίνησης. Το ποσοστό παρακράτησης επί του μισθού τους δεν υπερέβαινε το 25%. Αυτού του είδους οι ποινές αντιπροσώπευαν το 48% του συνόλου των ποινών που επιβλήθηκαν το 1935 από τα σοβιετικά δικαστήρια.
Στις αποικίες εργασίας και στα Gulag στέλνονταν εκείνοι που είχαν διαπράξει σοβαρές παρατυπίες (ανθρωποκτονία, ληστεία, βιασμός, οικονομικά αδικήματα, κλπ), καθώς επίσης και ένα μεγάλο ποσοστό εκείνων που καταδικάζονταν για αντεπαναστατικές δραστηριότητες. Παραβάτες του ποινικού δικαίου, οι οποίοι καταδικάζονταν σε κάθειρξη μεγαλύτερη των 3 ετών μπορούσαν επίσης ενδεχομένως να σταλούν στα Gulag. Έχοντας τελέσει μέρος της ποινής του σε κάποιο Gulag, ένας φυλακισμένος μπορούσε στη συνέχεια να μεταφερθεί σε μια αποικία εργασίας ή σε μια ειδική ανοικτή ζώνη.
Τα Gulag ήταν ιδιαίτερα εκτενείς περιοχές όπου οι φυλακισμένοι ζούσαν και εργάζονταν υπό στενή επίβλεψη. Σε αυτά εξέτιαν τις ποινές τους όσοι κρίνονταν ένοχοι για σοβαρά εγκλήματα του ποινικού δικαίου, για αντεπαναστατικές ενέργειες ή για αδικήματα γενικά για τα οποία προβλέπονταν ποινές κάθειρξης άνω των τριών ετών. Ο αριθμός τους το 1940 ήταν 53.
Την ίδια χρονιά υπήρχαν επίσης 425 αποικίες εργασίας. Αυτές ήταν πολύ μικρότερες μονάδες από τα Gulag και χαρακτηρίζονταν από ένα πολύ πιο ελεύθερο καθεστώς κράτησης με λιγότερη επίβλεψη. Εκεί στέλνονταν κρατούμενοι με μικρότερες ποινές, που είχαν διαπράξει τις λιγότερο σοβαρές εγκληματικές ή πολιτικές παραβάσεις. Εργάζονταν ελεύθερα στα εργοστάσια ή τους αγρούς και αποτελούσαν μέρος της κοινωνίας των πολιτών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το σύνολο των αμοιβών που κέρδιζε από την εργασία του παρέμενε στο φυλακισμένο, ο οποίος από αυτή την άποψη αντιμετωπιζόταν όπως ο οποιοσδήποτε άλλος εργαζόμενος.
Τέλος, οι ειδικές ανοιχτές ζώνες ήταν γενικά γεωργικές περιοχές που προορίζονταν κυρίως για εκείνους που είχαν αποκουλακοποιηθεί κατά τη διάρκεια της κολεκτιβοποίησης. Ένας αριθμός εκ των καταδικασθέντων που βρίσκονταν ένοχοι για δευτερεύουσες εγκληματικές ή πολιτικές παραβάσεις εξέτιαν επίσης τις ποινές τους στις περιοχές αυτές.
Ενδεικτικός των σχετικά χαλαρών μέτρων φύλαξης των έγκλειστων στα Gulag και τις αποικίες εργασίας είναι ο αναλογικά μεγάλος αριθμός των αποδράσεων: μόνο την περίοδο 1934-1939 απέδρασαν συνολικά 311.926 άτομα. Στη συνέχεια τα μέτρα φύλαξης βελτιώθηκαν σημαντικά.
Η Έκθεση για τις “Συνθήκες στην Ποινική Αποικία Εργασίας του Nizhni Novgorod”, την οποία συνέταξαν οι Σύμβουλοι του Προεδρείου του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ Kiselev και Novikov, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη βαρύτητα που προσέδιδε η σοβιετική εξουσία στην ποιότητα του σωφρονιστικού συστήματος της χώρας. Εκτός από τις αυστηρές συστάσεις που γίνονται γύρω από τις συνθήκες διαμονής, σίτισης και εργασίας των κρατούμενων, έκπληξη προκαλεί η αναφορά στην εκπαιδευτική-πολιτιστική δραστηριότητα του ιδρύματος. Ακολούθως, υπογραμμίζεται η αναγκαιότητα για αύξηση του ήδη υπάρχοντος αριθμού συνδρομητών σε εφημερίδες και περιοδικά, για την επέκταση της Λέσχης των κρατούμενων, καθώς και για τη διεύρυνση των προγραμμάτων κατά του αναλφαβητισμού, όπως και άλλων μαθημάτων διαφόρων κατευθύνσεων που διδάσκονταν στην Αποικία*.
*Άλλα στοιχεία που παρατίθενται στην έρευνα και αξίζει να αναφερθούν περιλαμβάνουν, α) το γεγονός πως η εργασία δεν ήταν υποχρεωτική (το 64,8% εργαζόταν, εξασφαλίζοντας και ένα επιπρόσθετο εισόδημα το οποίο είτε κρατούσαν είτε διέθεταν για αγορά διαφόρων αγαθών μέσα στην Αποικία -πέραν των βασικών που ήταν βέβαια δωρεάν) και β) πως σε ένα μεγάλο ποσοστό -περίπου το ένα τρίτο- των έγκλειστων ήταν άτομα που είχαν κριθεί προφυλακιστέοι αναμένοντας τελεσίδικη απόφαση της αρμόδιας δικαστικής αρχής. Βλέπε Έκθεση για τις “Συνθήκες στην Ποινική Αποικία Εργασίας του Nizhni Novgorod”, 10 Αυγούστου 1932.
Το ποινικό σύστημα της ΕΣΣΔ σχολίασε ο Αμερικανός Δικαστής Leibowitz, οι εντυπώσεις του οποίου δημοσιεύτηκαν στο γνωστό περιοδικό Life τον Ιούνιο του 1959 και εμφανίζονται διαμετρικά αντίθετες σε σχέση με την παγιωμένη εικόνα στην υπάρχουσα βιβλιογραφία: “Τα Σοβιετικά επιτεύγματα σε αυτόν τον τομέα είναι τόσο εκπληκτικά που κάνουν τις αμερικανικές μεθόδους να φαντάζουν απαρχαιωμένες”. Όπως αναφέρει ο ίδιος, η Ποινική Αποικία του Krukovd, μπορεί να διέθετε “μουντά, μη εντυπωσιακά κτίρια”, ωστόσο, παρουσίαζε παράλληλα “ευφυή, ανθρώπινη, διορατική διοίκηση από πάνω ως κάτω… Οι τρόφιμοι… δεν είχαν εκείνη την καταπονημένη, ντροπιασμένη όψη ενός Αμερικανού τροφίμου… Πρέπει κανείς να γνωρίζει από πρώτο χέρι την αρρωστημένη ατμόσφαιρα του προαύλιου μιας μέσης αμερικανικής φυλακής προκειμένου να μπορέσει να εκτιμήσει αυτό που είδα και αυτό που ένιωσα καθώς παρατηρούσα αυτούς τους Ρώσους τρόφιμους… Έτρωγαν με άνεση: τέσσερα άτομα ανά τραπέζι και αρκετό φαγητό για όλους… Στην πραγματικότητα αμείβονται για την εργασία που εκτελούν στη φυλακή, όπως ακριβώς θα αμείβονταν για μια αντίστοιχη δουλειά έξω. Είναι δύσκολο να αναλογιστεί κανείς πόσο σημαντικό είναι αυτό το γεγονός από μόνο του… Αμείβονται και πληρώνουν για την ίδια τους την κράτηση… Το υπόλοιπο πηγαίνει προς υποστήριξη των οικογενειών τους…
ΠΙΝΑΚΑΣ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΣΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΣΣΔ
1924-25 1925-26
Σχολές 122 304
Εκπαιδευτικό προσωπικό 251 348
Κύκλοι μαθημάτων Πολιτικής 162 204
Κύκλοι μαθημάτων Θεάτ-Μουσικής 374 401
“” “” φυσικού πολιτισμού 279 393
Αριθμός σεμιναρίων 16.471 20.294
Θα κλείσουμε αυτή τη σύντομη παρένθεση για το ποινικό σύστημα στην ΕΣΣΔ παραθέτοντας ορισμένα στοιχεία από μια πρόσφατη αρχειακή έρευνα γύρω από την εκπαιδευτική-πολιτιστική δραστηριότητα στα Gulag. Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής παρουσιάστηκαν στο περιοδικό Canadian Slavonic Papers (τεύχος Σεπτεμβρίου – Δεκεμβρίου 2004) και υπήρξαν αποκαλυπτικά ακόμα και για τον ίδιο τον ερευνητή που τη διεξήγε. Ξεκινώντας από τον Τύπο των Gulag -και ειδικότερα τον Τύπο του BAMIag, ενός εκ των πολυπληθέστερων του δικτύου Gulag στην Άπω Ανατολή- ο συγγραφέας της μελέτης W.T.Bell κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, πολύ πέραν της καθιερωμένης εικόνας που έχει καθιερωθεί στη βιβλιογραφία τύπου Σολζενίτσιν, τα Gulag αποτελούσαν τμήμα της διαδικασίας μετασχηματισμού της κοινωνίας, επιστρατεύοντας την εργασία, την εκπαίδευση και την κουλτούρα ως κύρια οχήματα για τη διαμόρφωση του ατόμου.
Ο ίδιος διευκρινίζει εξ αρχής πως η έρευνά του δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία στα πλαίσια της σύγχρονης ιστοριογραφίας, αφού πλήθος ακαδημαϊκών μελετών έχουν ήδη αναδείξει το ζήτημα της πολιτιστικής-εκπαιδευτικής επανάστασης ως αναπόσπαστο παράγοντα στη διαμόρφωση ενός νέου τύπου ανθρώπου στη Σοβιετική Ένωση κατά τη δεκαετία του 1930: διαδικασία που επεκτάθηκε και στο ποινικό σύστημα της ΕΣΣΔ. Πράγματι, επισημαίνει ο Bell, από πολύ νωρίς, “οι μπολσεβίκοι… έδιναν έμφαση κυρίως στην επιμορφωτική, παρά στην κατασταλτική [punitive] πλευρά του ποινικού συστήματος”. Η άποψη αυτή επαναλαμβάνεται και στα σχετικά κομματικά έγγραφα της περιόδου του λεγόμενου “Μεγάλου Τρόμου”.
Το BAMIag διέθετε ειδικό Τμήμα Εκπαίδευσης και Πολιτισμού (KVCh), το οποίο και ήταν υπεύθυνο για όλες τις ανάλογες δραστηριότητες. “Οι αρχές”, σημειώνει ο συγγραφέας, “διέθεταν αναμφισβήτητα σημαντικές πηγές” (χρήματα, προσωπικό, εγκαταστάσεις, κλπ) για την έκδοση, για παράδειγμα, εφημερίδων ή περιοδικών ποικίλης ύλης, των οποίων η ποιότητα σε πολλές περιπτώσεις “δεν είχε τίποτε να ζηλέψει” από τα αντίστοιχα έντυπα που κυκλοφορούσαν στην επικράτεια. Ο Τύπος των Gulag στόχευε, συν τοις άλλοις, στο να αποτελέσει συνδετικό κρίκο των έγκλειστων με τον “έξω κόσμο”, γεγονός που φανέρωνε σύμφωνα με τον Bell την πρόθεση της κεντρικής εξουσίας, όχι να τους απομονώσει από την υπόλοιπη κοινωνία, αλλά να τους διατηρήσει ως αναπόσπαστο κομμάτι αυτής.
Το εύρος της ύλης εκτεινόταν από περιγραφές των αποτελεσμάτων της άμιλλας μεταξύ των τμημάτων ή των μπριγάδων εργασίας, βιογραφίες των καλύτερων εργατών (οι έγκλειστοι δεν αναφέρονταν ποτέ ως κατάδικοι, κλπ, αλλά ως εργάτες, ιδιότητα που δε μείωνε την προσωπικότητά τους: ως γνωστό ο εργάτης διέθετε ανυψωμένη θέση στην ΕΣΣΔ), άρθρα για διάφορα θέματα πολιτισμού, υγιεινής, κλπ. Υπήρχαν τέλος εκδόσεις αφιερωμένες στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, οι οποίες περιείχαν από πληροφορίες γύρω από τη ρωσική γλώσσα μέχρι μαθηματικά προβλήματα. Το τιράζ της κυριότερης εφημερίδας, της Stroitel Bama άγγιζε τις 10.000, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις έφτανε και τις 20.000 φύλλα. Οι κρατούμενοι ενθαρρύνονταν στο να στέλνουν επιστολές στην εφημερίδα (συνήθης πρακτική στη Σοβιετική Ένωση) γράφοντας τις γνώμες τους “όχι μόνο για τα καλώς αλλά και για τα κακώς κείμενα”.
Το έντυπο Λογοτεχνία και Τέχνη του BAMIag κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1936 ως ένθετο της Stroilet Bama. Πραγματευόταν σύγχρονα ζητήματα και προσεγγίσεις αναφορικά με τη λογοτεχνία στη Σοβιετική Ένωση, προσφέροντας παράλληλα και ιδιαίτερα εξεζητημένες αναλύσεις όπως “για το φορμαλισμό και το νατουραλισμό στη λογοτεχνία”. Το υλικό του ένθετου εμπλουτιζόταν επίσης συχνά με αφιερώματα σε κλασικούς και σύγχρονους Ρώσους συγγραφείς (Μαγιακόφσκι, Πούσκιν, Γκόρκι, κ.ά).
Εκτός αυτού, εκδιδόταν επιπλέον μια λογοτεχνική επιθεώρηση, την οποία συνέγραφαν και επιμελούνταν οι ίδιοι οι κρατούμενοι. Διέθετε 35-50 σελίδες και η μέση κυκλοφορία της έφτανε τα 3.000 αντίτυπα. Αναμεταξύ των συμβαλλόντων σε υλικό (ποιήματα, μικρές ιστορίες) αναδείχτηκαν σημαντικά ονόματα των σοβιετικών γραμμάτων και τεχνών, όπως ο Vasilii Azhaev, ο οποίος γράφοντας τις πρώτες ιστορίες του όντας έγκλειστος στο BAMIag στα μέσα της δεκαετίας του 1930 (καταδικάστηκε για αντεπαναστατική δράση), έφτασε να τιμάται το 1948 με το Βραβείο Στάλιν (μετέπειτα Κρατικό Βραβείο) για τη συγγραφική του δουλειά.
Η πολιτιστική δραστηριότητα στο ΒΑΜΙag συμπληρωνόταν, όπως μαθαίνουμε, από μουσικά σχήματα έγχορδων και κρουστών, καθώς και από μια υπό σύσταση συμφωνική ορχήστρα. Λειτουργούσε ακόμα δραματικός κύκλος, του οποίου οι παραστάσεις καλύπτονταν συχνά μέσα από τις στήλες του Τύπου. Υπήρχαν τέλος οι λεγόμενες κόκκινες γωνιές, βιβλιοθήκες, πολιτικοί κύκλοι συζητήσεων, κ.ά., ενώ παράλληλα διοργανώνονταν και αθλητικοί αγώνες*.
*Οι μαρτυρίες ατόμων που έζησαν και μετείχαν στα παραπάνω παρουσιάζουν επίσης ενδιαφέρον. Ένα παράδειγμα: στο Gulag του Βαρκουτά, ήταν οι ίδιοι κρατούμενοι, οι οποίοι πρότειναν στη Διοίκηση τη σύσταση θεατρικής ομάδας (1945). Η πρόταση έγινε δεκτή και χρηματοδοτήθηκε από το ειδικό κονδύλι που προορίζονταν για τις πολιτιστικές-εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Το Θέατρο του Μπαραμπάνοφ, όπως ονομάστηκε, στελέχωσαν πάνω από 200 άτομα και διέθετε δραματικό σχήμα, οπερέτα, συμφωνική ορχήστρα και τζαζ. Η θεατρική ομάδα του Gulag έδινε παραστάσεις κυρίως εντός του στρατοπέδου, αλλά έκανε και πολλές περιοδείες στα γύρω χωριά και τις πόλεις. Οι παραστάσεις ήταν δωρεάν. Αξίζει να σημειώσουμε πως στα θεατρικά αυτά συμμετείχαν σε ορισμένες περιπτώσεις και οι φαντάροι, το προσωπικό των Gulag που του συνόδευε/φύλαγε: λίγο πριν το ανέβασμα του έργου, αναφέρει μια μαρτυρία, “βγάζανε τα στρατιωτικά τους, βάζανε τη στολή της παράστασης και μαζί με τους εξόριστους ηθοποιούς συμμετείχαν και αυτοί στην παράσταση”.
Μέσα και από τις στήλες της Stroitel’ Bama τονιζόταν συχνά πως ο “ζήλος” και ο “ηρωισμός” που απαιτούνταν για την “τελική νίκη”, δηλαδή την επιτυχή εκπλήρωση του έργου στο οποίο εργάζονταν οι εργάτες των Gulag, σχετιζόταν άμεσα με το επίπεδο της “μορφωτικής-πολιτιστικής τους δύναμης”. Το σκεπτικό ήταν πως μέσα από την εργασία τους, οι έγκλειστοι δε συνέβαλαν απλά και μόνο στην κατασκευή, για παράδειγμα, ενός σιδηροδρόμου, αλλά συμμετείχαν στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, ανοικοδομώντας ταυτόχρονα και τον ίδιο τους τον εαυτό.
Η φιλοσοφική αυτή προσέγγιση στο χαρακτήρα του σωφρονιστικού συστήματος έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά την εμφάνιση και άνοδο του σταχανοφικού κινήματος. Ένα στοιχείο που δε θα βρεθεί πουθενά στη βιβλιογραφία: σταχανοβίτες υπήρχαν και ανάμεσα στους εργάτες των Gulag! Ένας σταχανοβίτης του BAMIag εν ονόματι Egorov, περιέγραψε την προσωπική του εμπειρία σε άρθρο με τίτλο “Πώς έγινα σταχανοβίτης: Για την κολεκτίβα και για τον εαυτό μου”. Μια μέρα λοιπόν, ο Egorov είδε ένα σλόγκαν που έγραφε: “Χτες κλέφτης-σήμερα ήρωας της εργασίας”. Αργότερα έμαθε πως το σλόγκαν αυτό ανήκε στον Sharov, ένα πρώην μέλος της κολεκτίβας στην οποία εργαζόταν και εκείνος. Ο Sharov είχε πετύχει την υπερπλήρωση της νόρμας κατά 220%. Εμπνεόμενο από το παράδειγμά του, ο Egorov, μπόρεσε να βελτιώσει την εργασία του ώστε να παράγει 300-350% πάνω από την καθορισμένη ημερήσια νόρμα. Οι επενδύσεις αυτές αποδείχτηκαν επωφελείς τόσο για τον ίδιο προσωπικά όσο για την κολεκτίβα του γενικότερα.
Οι ηθικές και υλικές ανταμοιβές των πρωτοπόρων εργατών στα Gulag δεν πρέπει να παραβλεφθούν: Όταν, για παράδειγμα, οι εργάτες του BAMIag διεκπεραίωσαν την κατασκευή ενός καναλιού 227 χιλιομέτρων σε λιγότερο από δυο χρόνια (Σεπτέμβριος 1931-Μάιος 1933) δε χαιρετίστηκαν απλά ως ήρωες από τον Τύπο. 12.484 εξ αυτών έλαβαν εξιτήρια αμέσως μετά τη λήξη του έργου, ενώ άλλοι 59.516 έλαβαν σημαντικές μειώσεις στη χρονική διάρκεια των ποινών τους.
Διευκρινίζεται τέλος στην έρευνα του Bell -και αυτό είναι πολύ σημαντικό- πως οι συνθήκες διαβίωσης στα Gulag δεν ήταν βέβαια εύκολες, αν και ποικίλαν από μέρος σε μέρος και από περίοδο σε περίοδο. Πουθενά όμως δε διαγράφεται κάποια εσκεμμένη πολιτική εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας, ώστε να λειτουργούν οι μονάδες αυτές με όρους αρνητικούς (ως και εξοντωτικούς όπως ισχυρίζονται ορισμένοι) για τους κρατούμενους.
Το ποινικό σύστημα της ΕΣΣΔ χρήζει αναμφίβολα ουσιαστικότερης προσοχής και σίγουρα δε διατηρούμε καμιά ψευδαίσθηση αναφορικά με το κατά πόσο καταφέραμε να καλύψουμε το θέμα αυτό επαρκώς μέσα από λίγες και μόνο παραγράφους. Έχει αξία όμως να υπογραμμιστεί πως καμία από τις υπάρχουσες βιβλιογραφικές παραγωγές δεν μπαίνει στον κόπο ούτε καν να το αγγίξει. Έτσι, τα Gulag ειδικότερα, αλλά και το σωφρονιστικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης στο σύνολό του, αντιμετωπίζονται βάσει μιας ευρύτερα αποκρυσταλλωμένης αντιεπιστημονικής και βαθύτατα αντικομμουνιστικής “παραδοχής” που εξισώνει τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης με τα “Gulag του Στάλιν”. Και μέχρι εκεί. Ωστόσο, όσο θα εντρυφούμε βαθύτερα στην ουσία του θέματος τόσο περισσότερο θα εκτίθενται οι ιδεολογικοπολιτικές σκοπιμότητες πίσω από έναν τέτοιο παραλληλισμό.
κοινωνικό σύνολο.
Τη δεκαετία του 1930 το σοβιετικό ποινικό σύστημα αποτελούνταν από ένα σωφρονιστικό δίκτυο, το οποίο περιελάμβανε: 1. τις φυλακές, 2 τα στρατόπεδα εργασίας (Gulag), 3. τις “αποικίες εργασίας”, και 4. τις ειδικές ανοικτές ζώνες. Ο σοβιετικός πολίτης ο οποίος κρινόταν προφυλακιστέος στελνόταν κατά κανόνα σε μια κανονική φυλακή, ενώ παράλληλα πραγματοποιούνταν οι σχετικές έρευνες για να διαπιστωθεί εάν είναι αθώος ή ένοχος. Στην περίπτωση που η δικαστική αρχή αποφαινόταν καταδικαστικά, τότε ο κατηγορούμενος θα μπορούσε ενδεχομένως -ανάλογα και με τη σοβαρότητα της ποινικής πράξης- να πληρώσει ένα πρόστιμο, ή να φυλακιστεί ή, πολύ πιο σπάνια, να αντιμετωπίσει την ποινή της εκτέλεσης. Ένα πρόστιμο μπορούσε να είναι ένα δεδομένο ποσοστό επί των αμοιβών του για μια καθορισμένη χρονική περίοδο. Εκείνοι που καταδικάζονταν σε φυλάκιση στέλνονταν σε κάποια φυλακή, της οποία ο βαθμός ασφάλειας ποίκιλε ανάλογα με την παράβαση.
Όσοι καταδικάζονταν σε ποινές αναγκαστικής εργασίας με διάρκεια λιγότερη του ενός έτους δε μεταφέρονταν καν σε φυλασσόμενες ποινικές εγκαταστάσεις. Οι καταδικασθέντες δε στερούνταν την ελευθερία τους. Εξέτιαν την ποινή τους στον τόπο εργασίας όπου απασχολούνταν και στο παρελθόν, ή σε συγκεκριμένες παραγωγικές μονάδες οι οποίες έπρεπε να απέχουν το μάξιμουμ 10 χιλιόμετρα από τον τόπο κατοικίας τους. Στην ασυνήθιστη περίπτωση που ο υπόδικος καλούνταν να εκτίσει την ποινή του σε χώρο εργασίας βρισκόμενο πέραν του ορίου των 10 χιλιομέτρων, το κράτος αναλάμβανε τα έξοδα μετακίνησης. Το ποσοστό παρακράτησης επί του μισθού τους δεν υπερέβαινε το 25%. Αυτού του είδους οι ποινές αντιπροσώπευαν το 48% του συνόλου των ποινών που επιβλήθηκαν το 1935 από τα σοβιετικά δικαστήρια.
Στις αποικίες εργασίας και στα Gulag στέλνονταν εκείνοι που είχαν διαπράξει σοβαρές παρατυπίες (ανθρωποκτονία, ληστεία, βιασμός, οικονομικά αδικήματα, κλπ), καθώς επίσης και ένα μεγάλο ποσοστό εκείνων που καταδικάζονταν για αντεπαναστατικές δραστηριότητες. Παραβάτες του ποινικού δικαίου, οι οποίοι καταδικάζονταν σε κάθειρξη μεγαλύτερη των 3 ετών μπορούσαν επίσης ενδεχομένως να σταλούν στα Gulag. Έχοντας τελέσει μέρος της ποινής του σε κάποιο Gulag, ένας φυλακισμένος μπορούσε στη συνέχεια να μεταφερθεί σε μια αποικία εργασίας ή σε μια ειδική ανοικτή ζώνη.
Τα Gulag ήταν ιδιαίτερα εκτενείς περιοχές όπου οι φυλακισμένοι ζούσαν και εργάζονταν υπό στενή επίβλεψη. Σε αυτά εξέτιαν τις ποινές τους όσοι κρίνονταν ένοχοι για σοβαρά εγκλήματα του ποινικού δικαίου, για αντεπαναστατικές ενέργειες ή για αδικήματα γενικά για τα οποία προβλέπονταν ποινές κάθειρξης άνω των τριών ετών. Ο αριθμός τους το 1940 ήταν 53.
Την ίδια χρονιά υπήρχαν επίσης 425 αποικίες εργασίας. Αυτές ήταν πολύ μικρότερες μονάδες από τα Gulag και χαρακτηρίζονταν από ένα πολύ πιο ελεύθερο καθεστώς κράτησης με λιγότερη επίβλεψη. Εκεί στέλνονταν κρατούμενοι με μικρότερες ποινές, που είχαν διαπράξει τις λιγότερο σοβαρές εγκληματικές ή πολιτικές παραβάσεις. Εργάζονταν ελεύθερα στα εργοστάσια ή τους αγρούς και αποτελούσαν μέρος της κοινωνίας των πολιτών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το σύνολο των αμοιβών που κέρδιζε από την εργασία του παρέμενε στο φυλακισμένο, ο οποίος από αυτή την άποψη αντιμετωπιζόταν όπως ο οποιοσδήποτε άλλος εργαζόμενος.
Τέλος, οι ειδικές ανοιχτές ζώνες ήταν γενικά γεωργικές περιοχές που προορίζονταν κυρίως για εκείνους που είχαν αποκουλακοποιηθεί κατά τη διάρκεια της κολεκτιβοποίησης. Ένας αριθμός εκ των καταδικασθέντων που βρίσκονταν ένοχοι για δευτερεύουσες εγκληματικές ή πολιτικές παραβάσεις εξέτιαν επίσης τις ποινές τους στις περιοχές αυτές.
Ενδεικτικός των σχετικά χαλαρών μέτρων φύλαξης των έγκλειστων στα Gulag και τις αποικίες εργασίας είναι ο αναλογικά μεγάλος αριθμός των αποδράσεων: μόνο την περίοδο 1934-1939 απέδρασαν συνολικά 311.926 άτομα. Στη συνέχεια τα μέτρα φύλαξης βελτιώθηκαν σημαντικά.
Η Έκθεση για τις “Συνθήκες στην Ποινική Αποικία Εργασίας του Nizhni Novgorod”, την οποία συνέταξαν οι Σύμβουλοι του Προεδρείου του Ανώτατου Σοβιέτ της ΕΣΣΔ Kiselev και Novikov, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη βαρύτητα που προσέδιδε η σοβιετική εξουσία στην ποιότητα του σωφρονιστικού συστήματος της χώρας. Εκτός από τις αυστηρές συστάσεις που γίνονται γύρω από τις συνθήκες διαμονής, σίτισης και εργασίας των κρατούμενων, έκπληξη προκαλεί η αναφορά στην εκπαιδευτική-πολιτιστική δραστηριότητα του ιδρύματος. Ακολούθως, υπογραμμίζεται η αναγκαιότητα για αύξηση του ήδη υπάρχοντος αριθμού συνδρομητών σε εφημερίδες και περιοδικά, για την επέκταση της Λέσχης των κρατούμενων, καθώς και για τη διεύρυνση των προγραμμάτων κατά του αναλφαβητισμού, όπως και άλλων μαθημάτων διαφόρων κατευθύνσεων που διδάσκονταν στην Αποικία*.
*Άλλα στοιχεία που παρατίθενται στην έρευνα και αξίζει να αναφερθούν περιλαμβάνουν, α) το γεγονός πως η εργασία δεν ήταν υποχρεωτική (το 64,8% εργαζόταν, εξασφαλίζοντας και ένα επιπρόσθετο εισόδημα το οποίο είτε κρατούσαν είτε διέθεταν για αγορά διαφόρων αγαθών μέσα στην Αποικία -πέραν των βασικών που ήταν βέβαια δωρεάν) και β) πως σε ένα μεγάλο ποσοστό -περίπου το ένα τρίτο- των έγκλειστων ήταν άτομα που είχαν κριθεί προφυλακιστέοι αναμένοντας τελεσίδικη απόφαση της αρμόδιας δικαστικής αρχής. Βλέπε Έκθεση για τις “Συνθήκες στην Ποινική Αποικία Εργασίας του Nizhni Novgorod”, 10 Αυγούστου 1932.
Το ποινικό σύστημα της ΕΣΣΔ σχολίασε ο Αμερικανός Δικαστής Leibowitz, οι εντυπώσεις του οποίου δημοσιεύτηκαν στο γνωστό περιοδικό Life τον Ιούνιο του 1959 και εμφανίζονται διαμετρικά αντίθετες σε σχέση με την παγιωμένη εικόνα στην υπάρχουσα βιβλιογραφία: “Τα Σοβιετικά επιτεύγματα σε αυτόν τον τομέα είναι τόσο εκπληκτικά που κάνουν τις αμερικανικές μεθόδους να φαντάζουν απαρχαιωμένες”. Όπως αναφέρει ο ίδιος, η Ποινική Αποικία του Krukovd, μπορεί να διέθετε “μουντά, μη εντυπωσιακά κτίρια”, ωστόσο, παρουσίαζε παράλληλα “ευφυή, ανθρώπινη, διορατική διοίκηση από πάνω ως κάτω… Οι τρόφιμοι… δεν είχαν εκείνη την καταπονημένη, ντροπιασμένη όψη ενός Αμερικανού τροφίμου… Πρέπει κανείς να γνωρίζει από πρώτο χέρι την αρρωστημένη ατμόσφαιρα του προαύλιου μιας μέσης αμερικανικής φυλακής προκειμένου να μπορέσει να εκτιμήσει αυτό που είδα και αυτό που ένιωσα καθώς παρατηρούσα αυτούς τους Ρώσους τρόφιμους… Έτρωγαν με άνεση: τέσσερα άτομα ανά τραπέζι και αρκετό φαγητό για όλους… Στην πραγματικότητα αμείβονται για την εργασία που εκτελούν στη φυλακή, όπως ακριβώς θα αμείβονταν για μια αντίστοιχη δουλειά έξω. Είναι δύσκολο να αναλογιστεί κανείς πόσο σημαντικό είναι αυτό το γεγονός από μόνο του… Αμείβονται και πληρώνουν για την ίδια τους την κράτηση… Το υπόλοιπο πηγαίνει προς υποστήριξη των οικογενειών τους…
ΠΙΝΑΚΑΣ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΣΤΑ ΣΩΦΡΟΝΙΣΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΣΣΔ
1924-25 1925-26
Σχολές 122 304
Εκπαιδευτικό προσωπικό 251 348
Κύκλοι μαθημάτων Πολιτικής 162 204
Κύκλοι μαθημάτων Θεάτ-Μουσικής 374 401
“” “” φυσικού πολιτισμού 279 393
Αριθμός σεμιναρίων 16.471 20.294
Θα κλείσουμε αυτή τη σύντομη παρένθεση για το ποινικό σύστημα στην ΕΣΣΔ παραθέτοντας ορισμένα στοιχεία από μια πρόσφατη αρχειακή έρευνα γύρω από την εκπαιδευτική-πολιτιστική δραστηριότητα στα Gulag. Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής παρουσιάστηκαν στο περιοδικό Canadian Slavonic Papers (τεύχος Σεπτεμβρίου – Δεκεμβρίου 2004) και υπήρξαν αποκαλυπτικά ακόμα και για τον ίδιο τον ερευνητή που τη διεξήγε. Ξεκινώντας από τον Τύπο των Gulag -και ειδικότερα τον Τύπο του BAMIag, ενός εκ των πολυπληθέστερων του δικτύου Gulag στην Άπω Ανατολή- ο συγγραφέας της μελέτης W.T.Bell κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, πολύ πέραν της καθιερωμένης εικόνας που έχει καθιερωθεί στη βιβλιογραφία τύπου Σολζενίτσιν, τα Gulag αποτελούσαν τμήμα της διαδικασίας μετασχηματισμού της κοινωνίας, επιστρατεύοντας την εργασία, την εκπαίδευση και την κουλτούρα ως κύρια οχήματα για τη διαμόρφωση του ατόμου.
Ο ίδιος διευκρινίζει εξ αρχής πως η έρευνά του δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία στα πλαίσια της σύγχρονης ιστοριογραφίας, αφού πλήθος ακαδημαϊκών μελετών έχουν ήδη αναδείξει το ζήτημα της πολιτιστικής-εκπαιδευτικής επανάστασης ως αναπόσπαστο παράγοντα στη διαμόρφωση ενός νέου τύπου ανθρώπου στη Σοβιετική Ένωση κατά τη δεκαετία του 1930: διαδικασία που επεκτάθηκε και στο ποινικό σύστημα της ΕΣΣΔ. Πράγματι, επισημαίνει ο Bell, από πολύ νωρίς, “οι μπολσεβίκοι… έδιναν έμφαση κυρίως στην επιμορφωτική, παρά στην κατασταλτική [punitive] πλευρά του ποινικού συστήματος”. Η άποψη αυτή επαναλαμβάνεται και στα σχετικά κομματικά έγγραφα της περιόδου του λεγόμενου “Μεγάλου Τρόμου”.
Το BAMIag διέθετε ειδικό Τμήμα Εκπαίδευσης και Πολιτισμού (KVCh), το οποίο και ήταν υπεύθυνο για όλες τις ανάλογες δραστηριότητες. “Οι αρχές”, σημειώνει ο συγγραφέας, “διέθεταν αναμφισβήτητα σημαντικές πηγές” (χρήματα, προσωπικό, εγκαταστάσεις, κλπ) για την έκδοση, για παράδειγμα, εφημερίδων ή περιοδικών ποικίλης ύλης, των οποίων η ποιότητα σε πολλές περιπτώσεις “δεν είχε τίποτε να ζηλέψει” από τα αντίστοιχα έντυπα που κυκλοφορούσαν στην επικράτεια. Ο Τύπος των Gulag στόχευε, συν τοις άλλοις, στο να αποτελέσει συνδετικό κρίκο των έγκλειστων με τον “έξω κόσμο”, γεγονός που φανέρωνε σύμφωνα με τον Bell την πρόθεση της κεντρικής εξουσίας, όχι να τους απομονώσει από την υπόλοιπη κοινωνία, αλλά να τους διατηρήσει ως αναπόσπαστο κομμάτι αυτής.
Το εύρος της ύλης εκτεινόταν από περιγραφές των αποτελεσμάτων της άμιλλας μεταξύ των τμημάτων ή των μπριγάδων εργασίας, βιογραφίες των καλύτερων εργατών (οι έγκλειστοι δεν αναφέρονταν ποτέ ως κατάδικοι, κλπ, αλλά ως εργάτες, ιδιότητα που δε μείωνε την προσωπικότητά τους: ως γνωστό ο εργάτης διέθετε ανυψωμένη θέση στην ΕΣΣΔ), άρθρα για διάφορα θέματα πολιτισμού, υγιεινής, κλπ. Υπήρχαν τέλος εκδόσεις αφιερωμένες στην καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, οι οποίες περιείχαν από πληροφορίες γύρω από τη ρωσική γλώσσα μέχρι μαθηματικά προβλήματα. Το τιράζ της κυριότερης εφημερίδας, της Stroitel Bama άγγιζε τις 10.000, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις έφτανε και τις 20.000 φύλλα. Οι κρατούμενοι ενθαρρύνονταν στο να στέλνουν επιστολές στην εφημερίδα (συνήθης πρακτική στη Σοβιετική Ένωση) γράφοντας τις γνώμες τους “όχι μόνο για τα καλώς αλλά και για τα κακώς κείμενα”.
Το έντυπο Λογοτεχνία και Τέχνη του BAMIag κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1936 ως ένθετο της Stroilet Bama. Πραγματευόταν σύγχρονα ζητήματα και προσεγγίσεις αναφορικά με τη λογοτεχνία στη Σοβιετική Ένωση, προσφέροντας παράλληλα και ιδιαίτερα εξεζητημένες αναλύσεις όπως “για το φορμαλισμό και το νατουραλισμό στη λογοτεχνία”. Το υλικό του ένθετου εμπλουτιζόταν επίσης συχνά με αφιερώματα σε κλασικούς και σύγχρονους Ρώσους συγγραφείς (Μαγιακόφσκι, Πούσκιν, Γκόρκι, κ.ά).
Εκτός αυτού, εκδιδόταν επιπλέον μια λογοτεχνική επιθεώρηση, την οποία συνέγραφαν και επιμελούνταν οι ίδιοι οι κρατούμενοι. Διέθετε 35-50 σελίδες και η μέση κυκλοφορία της έφτανε τα 3.000 αντίτυπα. Αναμεταξύ των συμβαλλόντων σε υλικό (ποιήματα, μικρές ιστορίες) αναδείχτηκαν σημαντικά ονόματα των σοβιετικών γραμμάτων και τεχνών, όπως ο Vasilii Azhaev, ο οποίος γράφοντας τις πρώτες ιστορίες του όντας έγκλειστος στο BAMIag στα μέσα της δεκαετίας του 1930 (καταδικάστηκε για αντεπαναστατική δράση), έφτασε να τιμάται το 1948 με το Βραβείο Στάλιν (μετέπειτα Κρατικό Βραβείο) για τη συγγραφική του δουλειά.
Η πολιτιστική δραστηριότητα στο ΒΑΜΙag συμπληρωνόταν, όπως μαθαίνουμε, από μουσικά σχήματα έγχορδων και κρουστών, καθώς και από μια υπό σύσταση συμφωνική ορχήστρα. Λειτουργούσε ακόμα δραματικός κύκλος, του οποίου οι παραστάσεις καλύπτονταν συχνά μέσα από τις στήλες του Τύπου. Υπήρχαν τέλος οι λεγόμενες κόκκινες γωνιές, βιβλιοθήκες, πολιτικοί κύκλοι συζητήσεων, κ.ά., ενώ παράλληλα διοργανώνονταν και αθλητικοί αγώνες*.
*Οι μαρτυρίες ατόμων που έζησαν και μετείχαν στα παραπάνω παρουσιάζουν επίσης ενδιαφέρον. Ένα παράδειγμα: στο Gulag του Βαρκουτά, ήταν οι ίδιοι κρατούμενοι, οι οποίοι πρότειναν στη Διοίκηση τη σύσταση θεατρικής ομάδας (1945). Η πρόταση έγινε δεκτή και χρηματοδοτήθηκε από το ειδικό κονδύλι που προορίζονταν για τις πολιτιστικές-εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Το Θέατρο του Μπαραμπάνοφ, όπως ονομάστηκε, στελέχωσαν πάνω από 200 άτομα και διέθετε δραματικό σχήμα, οπερέτα, συμφωνική ορχήστρα και τζαζ. Η θεατρική ομάδα του Gulag έδινε παραστάσεις κυρίως εντός του στρατοπέδου, αλλά έκανε και πολλές περιοδείες στα γύρω χωριά και τις πόλεις. Οι παραστάσεις ήταν δωρεάν. Αξίζει να σημειώσουμε πως στα θεατρικά αυτά συμμετείχαν σε ορισμένες περιπτώσεις και οι φαντάροι, το προσωπικό των Gulag που του συνόδευε/φύλαγε: λίγο πριν το ανέβασμα του έργου, αναφέρει μια μαρτυρία, “βγάζανε τα στρατιωτικά τους, βάζανε τη στολή της παράστασης και μαζί με τους εξόριστους ηθοποιούς συμμετείχαν και αυτοί στην παράσταση”.
Μέσα και από τις στήλες της Stroitel’ Bama τονιζόταν συχνά πως ο “ζήλος” και ο “ηρωισμός” που απαιτούνταν για την “τελική νίκη”, δηλαδή την επιτυχή εκπλήρωση του έργου στο οποίο εργάζονταν οι εργάτες των Gulag, σχετιζόταν άμεσα με το επίπεδο της “μορφωτικής-πολιτιστικής τους δύναμης”. Το σκεπτικό ήταν πως μέσα από την εργασία τους, οι έγκλειστοι δε συνέβαλαν απλά και μόνο στην κατασκευή, για παράδειγμα, ενός σιδηροδρόμου, αλλά συμμετείχαν στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, ανοικοδομώντας ταυτόχρονα και τον ίδιο τους τον εαυτό.
Η φιλοσοφική αυτή προσέγγιση στο χαρακτήρα του σωφρονιστικού συστήματος έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά την εμφάνιση και άνοδο του σταχανοφικού κινήματος. Ένα στοιχείο που δε θα βρεθεί πουθενά στη βιβλιογραφία: σταχανοβίτες υπήρχαν και ανάμεσα στους εργάτες των Gulag! Ένας σταχανοβίτης του BAMIag εν ονόματι Egorov, περιέγραψε την προσωπική του εμπειρία σε άρθρο με τίτλο “Πώς έγινα σταχανοβίτης: Για την κολεκτίβα και για τον εαυτό μου”. Μια μέρα λοιπόν, ο Egorov είδε ένα σλόγκαν που έγραφε: “Χτες κλέφτης-σήμερα ήρωας της εργασίας”. Αργότερα έμαθε πως το σλόγκαν αυτό ανήκε στον Sharov, ένα πρώην μέλος της κολεκτίβας στην οποία εργαζόταν και εκείνος. Ο Sharov είχε πετύχει την υπερπλήρωση της νόρμας κατά 220%. Εμπνεόμενο από το παράδειγμά του, ο Egorov, μπόρεσε να βελτιώσει την εργασία του ώστε να παράγει 300-350% πάνω από την καθορισμένη ημερήσια νόρμα. Οι επενδύσεις αυτές αποδείχτηκαν επωφελείς τόσο για τον ίδιο προσωπικά όσο για την κολεκτίβα του γενικότερα.
Οι ηθικές και υλικές ανταμοιβές των πρωτοπόρων εργατών στα Gulag δεν πρέπει να παραβλεφθούν: Όταν, για παράδειγμα, οι εργάτες του BAMIag διεκπεραίωσαν την κατασκευή ενός καναλιού 227 χιλιομέτρων σε λιγότερο από δυο χρόνια (Σεπτέμβριος 1931-Μάιος 1933) δε χαιρετίστηκαν απλά ως ήρωες από τον Τύπο. 12.484 εξ αυτών έλαβαν εξιτήρια αμέσως μετά τη λήξη του έργου, ενώ άλλοι 59.516 έλαβαν σημαντικές μειώσεις στη χρονική διάρκεια των ποινών τους.
Διευκρινίζεται τέλος στην έρευνα του Bell -και αυτό είναι πολύ σημαντικό- πως οι συνθήκες διαβίωσης στα Gulag δεν ήταν βέβαια εύκολες, αν και ποικίλαν από μέρος σε μέρος και από περίοδο σε περίοδο. Πουθενά όμως δε διαγράφεται κάποια εσκεμμένη πολιτική εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας, ώστε να λειτουργούν οι μονάδες αυτές με όρους αρνητικούς (ως και εξοντωτικούς όπως ισχυρίζονται ορισμένοι) για τους κρατούμενους.
Το ποινικό σύστημα της ΕΣΣΔ χρήζει αναμφίβολα ουσιαστικότερης προσοχής και σίγουρα δε διατηρούμε καμιά ψευδαίσθηση αναφορικά με το κατά πόσο καταφέραμε να καλύψουμε το θέμα αυτό επαρκώς μέσα από λίγες και μόνο παραγράφους. Έχει αξία όμως να υπογραμμιστεί πως καμία από τις υπάρχουσες βιβλιογραφικές παραγωγές δεν μπαίνει στον κόπο ούτε καν να το αγγίξει. Έτσι, τα Gulag ειδικότερα, αλλά και το σωφρονιστικό σύστημα της Σοβιετικής Ένωσης στο σύνολό του, αντιμετωπίζονται βάσει μιας ευρύτερα αποκρυσταλλωμένης αντιεπιστημονικής και βαθύτατα αντικομμουνιστικής “παραδοχής” που εξισώνει τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης με τα “Gulag του Στάλιν”. Και μέχρι εκεί. Ωστόσο, όσο θα εντρυφούμε βαθύτερα στην ουσία του θέματος τόσο περισσότερο θα εκτίθενται οι ιδεολογικοπολιτικές σκοπιμότητες πίσω από έναν τέτοιο παραλληλισμό.