Ακόμα και «αναρχικός γιατρός» χαρακτηρίστηκε στα σχετικά ντοκουμέντα
της Ασφάλειας ο Πέτρος Κόκκαλης, κρατώντας προφανώς μία μόνο από τις
ιδιότητές του.
Τα κρατικά έγγραφα παρέλειψαν βολικά να αναφερθούν στη λαμπρή ακαδημαϊκή του πορεία, την ασίγαστη φιλανθρωπική του δράση και το πόσο δημοφιλής ήταν φυσικά ως γιατρός και ως άνθρωπος, καθώς κάτι τέτοιο θα χαλούσε το γλυκό.
Ο Κόκκαλης ήταν πράγματι κομμουνιστής και μάλιστα ακραία ιδεολόγος. Λειτούργησε εξάλλου ως υπουργός της Κυβέρνησης του Βουνού και ποτέ δεν έκρυψε την «κόκκινη» δράση του.
Ταυτοχρόνως δε ήταν ένας κορυφαίος χειρουργός και πρωτοπόρος ερευνητής, αλλά προπαντός ένας ταγμένος
ειρηνιστής που δεν δίστασε να τινάξει στον αέρα την αξιοζήλευτη καριέρα αλλά και τη μεγαλοαστική του καταγωγή για να ακολουθήσει τους αντάρτες στα βουνά, πιστεύοντας πως θα στήσει έναν δικαιότερο κόσμο.
Επιστήμονες με άριστες σπουδές στο ενεργητικό του και μέλος της καλής αθηναϊκής κοινωνίας, ο Κόκκαλης είχε πελάτες τόσο το σύνολο της οικονομικής και πολιτικής ελίτ όσο και απλούς ανθρώπους όλων των λαϊκών τάξεων, πριν βγει τουλάχιστον στα βουνά ως υπουργός Υγείας της πρώτης κομμουνιστικής κυβέρνησης (ΠΕΕΑ).
Επιστρέφοντας στην Αθήνα μετά την Απελευθέρωση, δεν θα τον αφήσουν να συνεχίσει το μεγάλο κλινικό και ερευνητικό του έργο, καθώς δεν θα κρατήσει το στόμα του κλειστό. Είναι πανεπιστημιακός σε δύσκολα χρόνια, γι’ αυτό και θα πάρει για δεύτερη φορά την απόφαση να ξαναβγεί στα βουνά με τους αντάρτες, στήνοντας πια χειρουργεία ως υπουργός Υγείας και Παιδείας. Παρά το γεγονός ότι γνώριζε ότι οι ενέργειές του θα έβαζαν σε περιπέτειες την οικογένειά του. Και τη δική του ζωή τελικά.
Ο Κόκκαλης δεν είχε ποτέ πολιτικές φιλοδοξίες. Μόνο έναν άκρατο ανθρωπισμό και μια βαθιά ευαισθησία για την εξαθλίωση και την ανέχεια. Η ίδια η ιατρική εξάλλου που ασκούσε ακάματα εκεί ήταν προσανατολισμένη, στον άνθρωπο, ό,τι πολιτικό ή ταξικό πρόσημο κι αν είχε. Απ’ όσα νοσοκομεία πέρασε άλλωστε όλοι είχαν να το λένε πως από απόρους δεν έπαιρνε ποτέ αμοιβή, πόσο μάλλον που οι πρωτοβουλίες του ήταν διαχρονικά επικεντρωμένες στην ανακούφιση των πολιτών.
Κι όμως η δράση του πρωτοπόρου αυτού καθηγητή ιατρικής, που ξεκίνησε τον βίο του ως ένας αστός με προοπτικές, θα του έφερνε την αυτοεξορία και τη μήνη της πατρίδας του, που δεν θα επέτρεπε καν στη σορό του να έρθει να θαφτεί στον τόπο του. Παρά τον άπλετο σεβασμό που απολάμβανε ακόμα και από τους ιδεολογικούς εχθρούς του.
Ως ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος έζησε ο Πέτρος Κόκκαλης, ένας ταγμένος γιατρός με θαυματουργά χειρουργικά χέρια που θα τα έθετε στην υπηρεσία όλων αδιακρίτως, είτε ήταν μεγαλοαστοί είτε φτωχοί και κατατρεγμένοι. Δράση που δεν θέλησε το ελληνικό κράτος, διώχνοντάς τον τελικά από το πανεπιστήμιο και την ίδια του τη χώρα τελικά, αφήνοντας την Ανατολική Γερμανία να δρέπει τις δάφνες του καινοτόμου έργου του στη θωρακοχειρουργική, τη νευροχειρουργική και την καρδιοχειρουργική. Και τις μεταμοσχεύσεις εγκεφάλου σε σκύλους τελικά!
«Την άνοιξη θα φυτρώσει το σιτάρι / θα λούζονται τα δέντρα μες στο φως / κι όπως θα κόβουμε το βράδυ, το ψωμί / κι όπως θα ανοίγουμε το δειλινό / τα πορτοκάλια, θάχουν μια γεύση πιο βαθιά, πιο δίκαιη / πιο ακατάλυτη, γιατί στη γη που φύτρωσαν κοιμάται πια, / από χτες / ένα κομμάτι από την ξενιτεμένη Ελλάδα».
Έτσι αποχαιρέτισε ο Τάσος Λειβαδίτης τον Πέτρο Κόκκαλη, όταν η σορός του, έπειτα από άδεια της κυβέρνησης Καραμανλή, επέστρεψε από την Ανατολική Γερμανία στην πατρίδα του για να ταφεί. Πάνω από τον τάφο του, ο Γιάννης Ρίτσος απήγγειλε: «... ενώ το μέγα κυπαρίσσι / του πόνου μας, δαρμένο απ' τη βροχή της ξενιτειάς, τινάζει απόψε / όλα του τα κυπαρισσόμηλα στο πάτριο χώμα, κ' η κραυγή του λαού μας / μυριόστομη, μυριόφωνη, τραντάζει τα κλαδιά του: / Η Ελλάδα περιμένει τα παιδιά της»…
Ο Πέτρος Κόκκαλης γεννιέται στις 18 Σεπτεμβρίου 1896 στη Λιβαδειά ως το δεύτερο παιδί του φιλόλογου και γυμνασιάρχη Σωκράτη και της συζύγου του Πολυξένης. Ο μικρός Πέτρος τελειώνει το 1911 με άριστα το σχολείο στην Αθήνα και το Ναύπλιο, ακολουθώντας τις επαγγελματικές υποχρεώσεις του εκπαιδευτικού πατέρα του, και γίνεται αμέσως δεκτός στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ξέροντας από μικρός τι ήθελε να γίνει στη ζωή. Ήταν εξάλλου μόλις 15 χρονών παιδί!
Τον Οκτώβριο του 1913 θα συνεχίσει τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, όντας ένας από τους αγαπημένους μαθητές και φίλους αργότερα του ίδιου του Μαξ Πλανκ, πρύτανης τότε του πανεπιστημίου και νομπελίστας Φυσικής λίγο αργότερα.
Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου, ο Πέτρος περνά τις εξετάσεις της σχολής του και ζητά να πολεμήσει στις τάξεις του γερμανικού στρατού, δεν γίνεται όμως δεκτός μιας και είναι ξένος. Μετακινείται τότε (1915) στην Ιατρική Σχολή της Ζυρίχης και της Βέρνης αργότερα (1916), έχοντας δασκάλους διαπρεπείς χειρουργούς και γιατρούς.
Το 1917 θα πάρει το πτυχίο του και το 1919 το διδακτορικό του, συνεχίζοντας το κλινικό και ερευνητικό του έργο δίπλα σε γνωστούς καθηγητές Ιατρικής τόσο στη Βέρνη όσο και το Μόναχο αργότερα. Το 1928 θα είναι ένας από τους πιο ελπιδοφόρους νέους χειρουργούς της Ευρώπης, αν και αυτός θέλει διακαώς να επιστρέψει στην πατρίδα του, αφήνοντας πίσω του μια τουλάχιστον εξασφαλισμένη καριέρα…
Ο Κόκκαλης επιστρέφει στην Αθήνα στα μέσα του 1928 και τον Φεβρουάριο του 1929 διορίζεται διευθυντής Χειρουργικής στο Δημοτικό Νοσοκομείο «Ελπίς». Δύο μήνες αργότερα, εκλέγεται υφηγητής Χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και την επόμενη χρονιά αναλαμβάνει και το Τμήμα Χειρουργικής της «Αστυκλινικής».
Συνεχίζοντας πάντα το χειρουργικό του έργο και τις πρωτοποριακές του έρευνες που θα τον έχριζαν θεμελιωτή ιατρικών κλάδων στην Ελλάδα, εκλέγεται το 1935 τακτικός καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, «μηδενός αντιλέγοντος», όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά τα πρακτικά, στον απόηχο μάλιστα των ζυμώσεων που ακολούθησαν το αποτυχημένο -βενιζελικής έμπνευσης- κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935.
Ο Κόκκαλης καταλαμβάνει την έδρα της Εγχειρητικής και Τοπογραφικής Ανατομικής, αλλά και τη διεύθυνση της Γ’ Πανεπιστημιακής Χειρουργικής Κλινικής του «Ευαγγελισμού». Καθιερωμένος στη διεθνή βιβλιογραφία και καταξιωμένος ως γιατρός, εκλέγεται τον Ιούλιο του 1939 στη Β’ Έδρα της Χειρουργικής Κλινικής και ταυτόχρονα αναλαμβάνει και τη διεύθυνση της Β’ Πανεπιστημιακής Χειρουργικής Κλινικής του «Αρεταίειου Νοσοκομείου».
Τόσο το κλινικό του έργο όσο και η επαναστατική ερευνητική του δράση θα θέσουν τα θεμέλια για την ανάπτυξη τεσσάρων νέων ειδικοτήτων στην ελληνική χειρουργική: η θωρακοχειρουργική, η καρδιοχειρουργική, η αγγειοχειρουργική και η νευροχειρουργική τού χρωστούν πάρα πολλά.
Την ίδια ώρα, αφήνει άλλη μια κολοσσιαία συνδρομή στην ιατρική του τόπου του μέσω του δίτομου συλλογικού συγγράμματος «Χειρουργική» (1934), του οποίου ήταν ο εμπνευστής αλλά και ο βασικός συγγραφέας. Το εμβληματικό πόνημα, γνωστό επίσης ως «Χειρουργική των Οκτώ» (γραμμένο από οκτώ καθηγητές της Ιατρικής Σχολής Αθηνών), αποτέλεσε το κύριο σώμα της ελληνικής ιατρικής βιβλιογραφίας αλλά και το βασικό πανεπιστημιακό εγχειρίδιο για τη διδασκαλία της χειρουργικής στη χώρα μας. Ο Πέτρος είχε γράψει τις μισές σελίδες του.
Όχι ότι ο Κόκκαλης θα έμενε σε αυτά, καθώς με τον κοσμοπολίτικο αέρα των σπουδών του αλλά και τις επαφές του με τους ευρωπαίους ομολόγους του φέρνει πρώτος στην πατρίδα του καινοτόμες μεθόδους θεραπείας της φυματίωσης, νέες τεχνικές θωρακοπλαστικής και πνευμονεκτομής αλλά και την πρώτη ποτέ περικαρδιεκτομή που έβλεπε η ελληνική ιατρική κοινότητα.
Την ίδια εποχή θα γνωρίσει τη Νίκη Κουλέτση, την οποία θα παντρευτεί το 1938 και θα αποκτήσουν τελικά δύο παιδιά, τον Σωκράτη (1939) και την Αυγή-Πολυξένη (1944). Η σύζυγος θα λειτουργούσε πια ως γραμματέας του αλλά και παντοτινή συνοδοιπόρος στις περιπέτειες του άντρα της…
Έτσι μπήκε στον Πόλεμο ο Κόκκαλης, ως κορυφαίος χειρουργός, φωτισμένος ακαδημαϊκός και άοκνος πανεπιστημιακός δάσκαλος. Οι τέσσερις διεθνώς αναγνωρισμένες επιστημονικές εργασίες του εξάλλου τον κατέτασσαν στον προμαχώνα της ευρωπαϊκής ιατρικής έρευνας αιχμής και το όνομά του ήταν γνωστό στις επιστημονικές κοινότητες της Γηραιάς Ηπείρου.
Με την έκρηξη του Πολέμου του 1940, ο Κόκκαλης προσφέρει τις υπηρεσίες του στα στρατιωτικά νοσοκομεία της Αθήνας που υποδέχονται τους τραυματίες του Μετώπου. Δεν του αρκεί φυσικά αυτό, κι έτσι μεταβαίνει εθελοντικά τον Φεβρουάριο του 1941 στα Γιάννενα, ως σύμβουλος αρχίατρος στην Υγειονομική Υπηρεσία Βάσεως Ηπείρου, θέλοντας να υπηρετήσει την πατρίδα από την πρώτη γραμμή.
Όπως θυμούνταν οι συμπολεμιστές του, ο γιατρός πότε χειρουργούσε στα μετόπισθεν και πότε ερχόταν στην πρώτη γραμμή με το τουφέκι του. Την ίδια ώρα, αναπτύσσει και μια καινοτόμα μέθοδο για τη θεραπεία των κρυοπαγημάτων, η οποία θα σώσει πολλούς έλληνες στρατιώτες.
Η κατάρρευση του μετώπου τον Απρίλιο του 1941 θα τον βρει στα μετόπισθεν. Δεν θα συνεργαστεί φυσικά με τον κατακτητή, αρνούμενος να υπογράψει το «Πρωτόκολλο Συνεργασίας» των ιταλικών αρχών. Ο αντιστασιακός Κόκκαλης είχε μόλις γεννηθεί! Την ίδια στάση θα κρατήσει και στον αρχίατρο του γερμανού κατακτητή στην Αθήνα, που του πρότεινε να ιδρύσουν ένα γερμανο-ελληνικό νευροχειρουργικό κέντρο στο Νοσοκομείο «Άγιος Σάββας».
Η μήνη των ναζί ήταν λυσσαλέα, όπως θα ήταν και των ελληνικών δοσιλογικών κυβερνήσεων. Κι έτσι από τον Μάρτιο του 1942 αρχίζουν να τον ξηλώνουν από τις θέσεις ευθύνης και τα ιατρικά αξιώματά του. Ο Κόκκαλης όχι μόνο δεν κάθεται στα αβγά του, αλλά σπεύδει να υποστηρίξει τον καθηγητή Ιωάννη Κακριδή στην περιβόητη «Δίκη των τόνων» (Ιούνιος του 1942), θεωρώντας πως στο πρόσωπο του διωκόμενου συναδέλφου του απειλούνταν η ακαδημαϊκή ελευθερία, όση είχε επιζήσει τουλάχιστον από το μεταξικό πραξικόπημα και τη λογοκρισία του.
Ο Κόκκαλης, υπέρμαχος της προόδου, του εκσυγχρονισμού του τόπου και του δημοτισμικού, μπαίνει στη μαύρη λίστα των προδοτικών κυβερνήσεων και βλέπει να απολύεται από παντού «δι’ άρνησιν υπηρεσίας». Τότε ήταν (μέσα του 1943) που θα τον προσεγγίσει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και θα τον εντάξει στη «Σοσιαλιστική Ένωση», αλλά και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος είχε υπάρξει ασθενής του γιατρού Κόκκαλη.
Μέσω αυτών των ανθρώπων θα συνδεθεί με το ΕΑΜ, καθώς τον κυνηγούσαν όλοι και οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες ήταν στο κατόπι του. «Ποτέ δεν με ενδιέφερε η πολιτική. Στο αριστερό κίνημα με ώθησαν τα βιώματά μου», θα πει εξάλλου ο ίδιος.
Ο Κανελλόπουλος τον καλεί από το Κάιρο να συμμετάσχει στην εξόριστη κυβέρνηση. Ο Κόκκαλης, ψάχνοντας τρόπους συνεργασίας με τους «κόκκινους» αντάρτες, προσπάθησε να διαφύγει στη Μέση Ανατολή τον Μάρτιο του 1944, αμέσως μετά τον εορτασμό της εθνικής μας επετείου.
Στην Αλεξάνδρεια δεν θα κατάφερνε βέβαια να φτάσει, κι έτσι θα βρεθεί σχεδόν μαγικά στις 2 Απριλίου στη Βίνιανη πλάι στους αγωνιστές του ΕΛΑΣ για να αναπνεύσει τον αέρα της ανταρτοκρατούμενης ελεύθερης Ελλάδας! Πλέον δεν είχε επιλογή, καθώς προμήθευε εδώ και πολύ καιρό τους αντιστασιακούς με ιατροφαρμακευτικό εξοπλισμό από τα μεγάλα κρατικά νοσοκομεία όπου εργαζόταν και οι ναζί τον κυνηγούσαν πια ανοιχτά.
Έτσι απλά απάντησε στον συνοδοιπόρο του Αλέξανδρο Σβώλο, διαπρεπή νομικό και πρόεδρο σύντομα της Κυβέρνησης του Βουνού, όταν του είπε πως «Εγώ θα ανεβώ στο βουνό»: «Κι εγώ μαζί σου», του απάντησε ο Κόκκαλης, όταν και θα μετατρεπόταν σε μια από τις πλέον πολυσχιδείς φυσιογνωμίες της αντίστασης.
Στον πρώτο λοιπόν ανασχηματισμό της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), στις 19 Απριλίου 1944, ο Πέτρος Κόκκαλης αναλαμβάνει τον θώκο του γραμματέα της Κοινωνικής Πρόνοιας (και προσωρινά και της Παιδείας). Ως αντίποινα, οι Γερμανοί συλλαμβάνουν τον πατέρα του, ο οποίος σε προχωρημένη ηλικία δεν θα αντέξει τα βασανιστήρια, την ίδια ώρα που η ετοιμόγεννη σύζυγός του φυγαδεύεται και γεννά τελικά την κόρη τους με ψευδώνυμο.
Αυτός ο γραμματέας ωστόσο της εξόριστης κυβέρνησης σηκώνει τα μανίκια και θέτει τα θαυματουργά του χέρια στην υπηρεσία τόσο των αγωνιστών όσο και του απλού λαού. «Αριστίνδην» κομμουνιστής έγινε τον Σεπτέμβριο του 1944, ακολουθώντας πια τις επιλογές του σοσιαλιστικού κινήματος.
Μετά την Απελευθέρωση, επιστρέφει στην ελεύθερη Αθήνα με το τελευταίο κλιμάκιο του ΕΑΜ τον Οκτώβριο του 1944. Τα Δεκεμβριανά θα τον βρουν στην Αθήνα, όπου εκ νέου κυνηγημένος θα διαφύγει στα Τρίκαλα και θα επιστρέψει στην πρωτεύουσα μόνο μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945.
Τώρα όμως είδε την πατρίδα του να του γυρνά πεισματικά την πλάτη. Στη συνέλευση των καθηγητών της Ιατρικής Σχολής της 13ης Ιανουαρίου 1945, είδε τους φίλους του καθηγητές που είχαν γράψει από κοινού τη «Χειρουργική» να ζητούν την άμεση απόλυσή του ως «κομμουνιστικό μίασμα», καθώς και τριών ακόμα καθηγητών που επέστρεψαν από τα βουνά, αφού «συμμετείχαν στο εθνοκτόνο κίνημα γενόμενοι αποστάτες της εθνικής ιδέας». Το υπουργείο έπαυσε τον Κόκκαλη και ο κρατικός μηχανισμός μεθόδευσε την απομάκρυνσή του από όλα τα πόστα του, όταν και η υγεία του άρχισε να κλονίζεται. Πλέον είχε σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης, έχοντας και δυο παιδιά να θρέψει. Στο ημερολόγιό του παρατηρεί πικρά (11 Απριλίου 1947): «Στη ζωή μου έκανα πολλά πράματα. Και καλά, και κακά. Δεν έχει σημασία που μας επαίνεσαν για τα κακά, και μας κατηγόρησαν για τα καλά».
Με τον εμφύλιο να μαίνεται, ο Κόκκαλης καταφεύγει στη Μασσαλία τον Μάιο του 1947, επανενώνεται αργότερα με την οικογένειά του (καθώς ο Ναπολέων Ζέρβας, ως υπουργός Δημόσιας Τάξης, τους είχε απαγορεύσει την έξοδο) και αναχωρούν τον Αύγουστο για το Βελιγράδι. Όταν η ραδιοφωνική συχνότητα της «Ελεύθερης Ελλάδας» αναγγέλλει στις 23 Δεκεμβρίου 1947 τον σχηματισμό της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ), ο Πέτρος Κόκκαλης αναλαμβάνει εκ νέου το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας. Ο επιφανής γιατρός είναι ο μόνος της παλιάς φρουράς της Κυβέρνησης του Βουνού του 1944 που έχει ενεργό ρόλο και στην ΠΔΚ.
Στην αντάρτικη κυβέρνηση θέτει και πάλι την ευαισθησία και τον ανθρωπισμό του σε δράση, στήνοντας αυτοσχέδια νοσοκομεία που μπορούν να περιθάλψουν πάνω από 1.000 ανθρώπους! Όσο η ήττα του αριστερού κινήματος διαφαινόταν όμως ολοένα και πιο καθαρά, ο ίδιος συνειδητοποιούσε πως ο τόπος αυτός δεν τον χωρούσε…
Μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου, ο Κόκκαλης καταφεύγει (Αύγουστος του 1949) στην Ανατολική Ευρώπη. Πρώτος σταθμός η Βουδαπέστη, μετά το Βουκουρέστι και η Ανατολική Γερμανία τελικά τον Απρίλιο του 1955, το τελευταίο σπίτι του. Εκεί που θα γράψει νέες χρυσές σελίδες στην επιστήμη και τον ανθρωπισμό μέχρι και τον θάνατό του το 1962.
Γιατρός δεν θα ξαναγινόταν μέχρι να καταφτάσει οικογενειακώς στο Ανατολικό Βερολίνο το 1955, όταν ως μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου της Ειρήνης (ήδη από το 1950) γνώρισε σε ένα συνέδριο στη Στοκχόλμη τον ανατολικογερμανό κομισάριο Παιδείας. Ο Κόκκαλης, με το τεράστιο ερευνητικό και κλινικό έργο στις πλάτες του, είχε τις περγαμηνές και την επιστημονική αξιοσύνη του να του ανοίγουν τις πόρτες.
Διορίστηκε αμέσως διευθυντής στο Ινστιτούτο Πειραματικής Χειρουργικής της Γερμανικής Ακαδημίας Επιστημών, το οποίο στεγαζόταν στο Δημοτικό Νοσοκομείο του Βερολίνου (το σημερινό Ινστιτούτο Πειραματικής Καρδιοχειρουργικής και Αγγειοχειρουργικής). Λίγο αργότερα, το 1957, διορίζεται καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Χούμπολτ του Βερολίνου, όταν θα ξεκινήσει μια νέα καινοτόμα σειρά ιατρικών ερευνών, τώρα πειραματιζόμενος με μεταμοσχεύσεις οργάνων σε σκύλους!
Οι κορυφαίοι σοβιετικοί γιατροί έρχονταν τώρα στο Ανατολικό Βερολίνο του Κόκκαλη για να δουν και να συμβάλουν στην έρευνά του και οι νέες δημοσιεύσεις του κάνουν τον γύρο του κόσμου αντλώντας άφθονο θαυμασμό από τη διεθνή ιατρική κοινότητα. Περισσότεροι από 150 διακεκριμένοι επιστήμονες από όλο τον κόσμο τον επισκέφθηκαν για να ζήσουν από πρώτο χέρι τις περιβόητες μεταμοσχεύσεις εγκεφάλου που έκανε σε σκύλους.
Η απίστευτη δημοσιότητα που έλαβε η ιατρική του έρευνα χρησιμοποιούνταν μάλιστα ως δείγμα επιστημονικής υπεροχής της «κόκκινης» Ένωσης σε σύγκριση με την καπιταλιστική Δύση. Ο Κόκκαλης ήταν πια ένας αστέρας της ιατρικής διεθνούς βεληνεκούς, μόνο που έπαιρνε η Ανατολική Γερμανία όλες τις δάφνες. Γιατί στον τόπο του ήταν εχθρός. Μέχρι και την ιθαγένεια είχαν σπεύσει να του αφαιρέσουν.
Ακόμα και ο μάγος της καρδιοχειρουργικής Κρίστιαν Μπάρναρντ πάνω -και- σε ερευνητικά δεδομένα του Κόκκαλη πάτησε για την πρώτη επιτυχημένη μεταμόσχευση καρδιάς σε άνθρωπο το 1967.
Πέρα από το ταγμένο επιστημονικό του έργο, ο Κόκκαλης διατηρούσε στενές επαφές με την παγκόσμια διανόηση και την πολιτική, έχοντας στον στενό του κύκλο προσωπικότητες διεθνούς απήχησης. Ήταν ένας πολυσχιδής άνθρωπος και ένας οξυδερκής συνομιλητής την παρέα του οποίου απολάμβαναν όλοι.
Όταν έφυγε από τον κόσμο από έμφραγμα του μυοκαρδίου στις 15 Ιανουαρίου 1962 στο Ανατολικό Βερολίνο, το κενό που άφησε στην παγκόσμια ιατρική κοινότητα ήταν δυσαναπλήρωτο. Η σορός του μεταφέρθηκε τελικά στην Ελλάδα μετά κόπων και βασάνων και με προσωπική παρέμβαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στις 29 Ιανουαρίου, ώστε να ενταφιαστεί στα χώματα της πατρίδας του, της Ελλάδας. Μιας κι αυτή δεν ήταν απλώς η τελευταία του επιθυμία, αλλά ο διακαής πόθος τόσων και τόσων ετών.
«Εδώ κείται ο μεγάλος νεκρός, φερμένος από τα ξένα…», αναφέρει η επιτύμβια επιγραφή, διά χειρός Γιάννη Ρίτσου. Ο Στρατής Τσίρκας εξομολογήθηκε άλλωστε ότι αυτό ήταν το ανοιχτό τραύμα του Πέτρου, που ζούσε μακριά από την Ελλάδα. Όταν τον συνάντησε τον Απρίλιο του 1957 στο Βερολίνο, στο Συνέδριο για τη Βυζαντινή και Νεοελληνική Λογοτεχνία, ο συγγραφέας του ευχήθηκε «Καλή πατρίδα οικογενειακώς», για να λάβει από τον Κόκκαλη την απάντηση: «Αμήν, αγαπητέ μου, με αυτή την ελπίδα ζούμε όλοι».
Χρόνια αργότερα, όταν ήρθε στο φως ο ογκωδέστατος φάκελος της Κρατικής Ασφάλειας για τον Πέτρο Κόκκαλη, όπου χαρακτηρίζεται «αναρχικός γιατρός», κομμουνιστής «ψευτο-υπουργός» και άλλα τέτοια υπέροχα, μάθαμε πως η κηδεία του μετατράπηκε σε νέο «φακέλωμα». Στο υπόμνημα του αστυνομικού διευθυντή Κωνσταντίνου Τασιγιώργου, διαβάζουμε: «Εις το αεροδρόμιον παρευρέθησαν βουλευταί της ΕΔΑ, τέως βουλευταί, στελέχη ταύτης, ο βουλευτής της Έ Κ Παπασπύρου Δημήτριος, ο ποιητής Ρίτσος Ιωάννης, οι ηθοποιοί Αλεξανδράκης Αλέξανδρος και Γεωργούλη Αλέκα, ο μουσικός Θεοδωράκης Μίκης και διάφοροι άλλοι κομμουνισταί ουχί πέραν των 80 έως 100 ατόμων».
Μετά την κηδεία στο Α’ Νεκροταφείο, διαβιβάστηκε στην Υπηρεσία Πληροφοριών της Κρατικής Ασφάλειας (31 Ιανουαρίου 1962) μια λίστα με 75 «δεδηλωμένους κομμουνιστές»…
Πηγή: newsbeast.gr
Τα κρατικά έγγραφα παρέλειψαν βολικά να αναφερθούν στη λαμπρή ακαδημαϊκή του πορεία, την ασίγαστη φιλανθρωπική του δράση και το πόσο δημοφιλής ήταν φυσικά ως γιατρός και ως άνθρωπος, καθώς κάτι τέτοιο θα χαλούσε το γλυκό.
Ο Κόκκαλης ήταν πράγματι κομμουνιστής και μάλιστα ακραία ιδεολόγος. Λειτούργησε εξάλλου ως υπουργός της Κυβέρνησης του Βουνού και ποτέ δεν έκρυψε την «κόκκινη» δράση του.
Ταυτοχρόνως δε ήταν ένας κορυφαίος χειρουργός και πρωτοπόρος ερευνητής, αλλά προπαντός ένας ταγμένος
ειρηνιστής που δεν δίστασε να τινάξει στον αέρα την αξιοζήλευτη καριέρα αλλά και τη μεγαλοαστική του καταγωγή για να ακολουθήσει τους αντάρτες στα βουνά, πιστεύοντας πως θα στήσει έναν δικαιότερο κόσμο.
Επιστήμονες με άριστες σπουδές στο ενεργητικό του και μέλος της καλής αθηναϊκής κοινωνίας, ο Κόκκαλης είχε πελάτες τόσο το σύνολο της οικονομικής και πολιτικής ελίτ όσο και απλούς ανθρώπους όλων των λαϊκών τάξεων, πριν βγει τουλάχιστον στα βουνά ως υπουργός Υγείας της πρώτης κομμουνιστικής κυβέρνησης (ΠΕΕΑ).
Επιστρέφοντας στην Αθήνα μετά την Απελευθέρωση, δεν θα τον αφήσουν να συνεχίσει το μεγάλο κλινικό και ερευνητικό του έργο, καθώς δεν θα κρατήσει το στόμα του κλειστό. Είναι πανεπιστημιακός σε δύσκολα χρόνια, γι’ αυτό και θα πάρει για δεύτερη φορά την απόφαση να ξαναβγεί στα βουνά με τους αντάρτες, στήνοντας πια χειρουργεία ως υπουργός Υγείας και Παιδείας. Παρά το γεγονός ότι γνώριζε ότι οι ενέργειές του θα έβαζαν σε περιπέτειες την οικογένειά του. Και τη δική του ζωή τελικά.
Ο Κόκκαλης δεν είχε ποτέ πολιτικές φιλοδοξίες. Μόνο έναν άκρατο ανθρωπισμό και μια βαθιά ευαισθησία για την εξαθλίωση και την ανέχεια. Η ίδια η ιατρική εξάλλου που ασκούσε ακάματα εκεί ήταν προσανατολισμένη, στον άνθρωπο, ό,τι πολιτικό ή ταξικό πρόσημο κι αν είχε. Απ’ όσα νοσοκομεία πέρασε άλλωστε όλοι είχαν να το λένε πως από απόρους δεν έπαιρνε ποτέ αμοιβή, πόσο μάλλον που οι πρωτοβουλίες του ήταν διαχρονικά επικεντρωμένες στην ανακούφιση των πολιτών.
Κι όμως η δράση του πρωτοπόρου αυτού καθηγητή ιατρικής, που ξεκίνησε τον βίο του ως ένας αστός με προοπτικές, θα του έφερνε την αυτοεξορία και τη μήνη της πατρίδας του, που δεν θα επέτρεπε καν στη σορό του να έρθει να θαφτεί στον τόπο του. Παρά τον άπλετο σεβασμό που απολάμβανε ακόμα και από τους ιδεολογικούς εχθρούς του.
Ως ένας πολύ ιδιαίτερος άνθρωπος έζησε ο Πέτρος Κόκκαλης, ένας ταγμένος γιατρός με θαυματουργά χειρουργικά χέρια που θα τα έθετε στην υπηρεσία όλων αδιακρίτως, είτε ήταν μεγαλοαστοί είτε φτωχοί και κατατρεγμένοι. Δράση που δεν θέλησε το ελληνικό κράτος, διώχνοντάς τον τελικά από το πανεπιστήμιο και την ίδια του τη χώρα τελικά, αφήνοντας την Ανατολική Γερμανία να δρέπει τις δάφνες του καινοτόμου έργου του στη θωρακοχειρουργική, τη νευροχειρουργική και την καρδιοχειρουργική. Και τις μεταμοσχεύσεις εγκεφάλου σε σκύλους τελικά!
«Την άνοιξη θα φυτρώσει το σιτάρι / θα λούζονται τα δέντρα μες στο φως / κι όπως θα κόβουμε το βράδυ, το ψωμί / κι όπως θα ανοίγουμε το δειλινό / τα πορτοκάλια, θάχουν μια γεύση πιο βαθιά, πιο δίκαιη / πιο ακατάλυτη, γιατί στη γη που φύτρωσαν κοιμάται πια, / από χτες / ένα κομμάτι από την ξενιτεμένη Ελλάδα».
Έτσι αποχαιρέτισε ο Τάσος Λειβαδίτης τον Πέτρο Κόκκαλη, όταν η σορός του, έπειτα από άδεια της κυβέρνησης Καραμανλή, επέστρεψε από την Ανατολική Γερμανία στην πατρίδα του για να ταφεί. Πάνω από τον τάφο του, ο Γιάννης Ρίτσος απήγγειλε: «... ενώ το μέγα κυπαρίσσι / του πόνου μας, δαρμένο απ' τη βροχή της ξενιτειάς, τινάζει απόψε / όλα του τα κυπαρισσόμηλα στο πάτριο χώμα, κ' η κραυγή του λαού μας / μυριόστομη, μυριόφωνη, τραντάζει τα κλαδιά του: / Η Ελλάδα περιμένει τα παιδιά της»…
Πρώτα χρόνια
Ο Πέτρος Κόκκαλης γεννιέται στις 18 Σεπτεμβρίου 1896 στη Λιβαδειά ως το δεύτερο παιδί του φιλόλογου και γυμνασιάρχη Σωκράτη και της συζύγου του Πολυξένης. Ο μικρός Πέτρος τελειώνει το 1911 με άριστα το σχολείο στην Αθήνα και το Ναύπλιο, ακολουθώντας τις επαγγελματικές υποχρεώσεις του εκπαιδευτικού πατέρα του, και γίνεται αμέσως δεκτός στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ξέροντας από μικρός τι ήθελε να γίνει στη ζωή. Ήταν εξάλλου μόλις 15 χρονών παιδί!
Τον Οκτώβριο του 1913 θα συνεχίσει τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βερολίνου, όντας ένας από τους αγαπημένους μαθητές και φίλους αργότερα του ίδιου του Μαξ Πλανκ, πρύτανης τότε του πανεπιστημίου και νομπελίστας Φυσικής λίγο αργότερα.
Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου, ο Πέτρος περνά τις εξετάσεις της σχολής του και ζητά να πολεμήσει στις τάξεις του γερμανικού στρατού, δεν γίνεται όμως δεκτός μιας και είναι ξένος. Μετακινείται τότε (1915) στην Ιατρική Σχολή της Ζυρίχης και της Βέρνης αργότερα (1916), έχοντας δασκάλους διαπρεπείς χειρουργούς και γιατρούς.
Το 1917 θα πάρει το πτυχίο του και το 1919 το διδακτορικό του, συνεχίζοντας το κλινικό και ερευνητικό του έργο δίπλα σε γνωστούς καθηγητές Ιατρικής τόσο στη Βέρνη όσο και το Μόναχο αργότερα. Το 1928 θα είναι ένας από τους πιο ελπιδοφόρους νέους χειρουργούς της Ευρώπης, αν και αυτός θέλει διακαώς να επιστρέψει στην πατρίδα του, αφήνοντας πίσω του μια τουλάχιστον εξασφαλισμένη καριέρα…
Οι πρώτες ελληνικές περιπέτειες
Ο Κόκκαλης επιστρέφει στην Αθήνα στα μέσα του 1928 και τον Φεβρουάριο του 1929 διορίζεται διευθυντής Χειρουργικής στο Δημοτικό Νοσοκομείο «Ελπίς». Δύο μήνες αργότερα, εκλέγεται υφηγητής Χειρουργικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και την επόμενη χρονιά αναλαμβάνει και το Τμήμα Χειρουργικής της «Αστυκλινικής».
Συνεχίζοντας πάντα το χειρουργικό του έργο και τις πρωτοποριακές του έρευνες που θα τον έχριζαν θεμελιωτή ιατρικών κλάδων στην Ελλάδα, εκλέγεται το 1935 τακτικός καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, «μηδενός αντιλέγοντος», όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά τα πρακτικά, στον απόηχο μάλιστα των ζυμώσεων που ακολούθησαν το αποτυχημένο -βενιζελικής έμπνευσης- κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935.
Ο Κόκκαλης καταλαμβάνει την έδρα της Εγχειρητικής και Τοπογραφικής Ανατομικής, αλλά και τη διεύθυνση της Γ’ Πανεπιστημιακής Χειρουργικής Κλινικής του «Ευαγγελισμού». Καθιερωμένος στη διεθνή βιβλιογραφία και καταξιωμένος ως γιατρός, εκλέγεται τον Ιούλιο του 1939 στη Β’ Έδρα της Χειρουργικής Κλινικής και ταυτόχρονα αναλαμβάνει και τη διεύθυνση της Β’ Πανεπιστημιακής Χειρουργικής Κλινικής του «Αρεταίειου Νοσοκομείου».
Τόσο το κλινικό του έργο όσο και η επαναστατική ερευνητική του δράση θα θέσουν τα θεμέλια για την ανάπτυξη τεσσάρων νέων ειδικοτήτων στην ελληνική χειρουργική: η θωρακοχειρουργική, η καρδιοχειρουργική, η αγγειοχειρουργική και η νευροχειρουργική τού χρωστούν πάρα πολλά.
Την ίδια ώρα, αφήνει άλλη μια κολοσσιαία συνδρομή στην ιατρική του τόπου του μέσω του δίτομου συλλογικού συγγράμματος «Χειρουργική» (1934), του οποίου ήταν ο εμπνευστής αλλά και ο βασικός συγγραφέας. Το εμβληματικό πόνημα, γνωστό επίσης ως «Χειρουργική των Οκτώ» (γραμμένο από οκτώ καθηγητές της Ιατρικής Σχολής Αθηνών), αποτέλεσε το κύριο σώμα της ελληνικής ιατρικής βιβλιογραφίας αλλά και το βασικό πανεπιστημιακό εγχειρίδιο για τη διδασκαλία της χειρουργικής στη χώρα μας. Ο Πέτρος είχε γράψει τις μισές σελίδες του.
Όχι ότι ο Κόκκαλης θα έμενε σε αυτά, καθώς με τον κοσμοπολίτικο αέρα των σπουδών του αλλά και τις επαφές του με τους ευρωπαίους ομολόγους του φέρνει πρώτος στην πατρίδα του καινοτόμες μεθόδους θεραπείας της φυματίωσης, νέες τεχνικές θωρακοπλαστικής και πνευμονεκτομής αλλά και την πρώτη ποτέ περικαρδιεκτομή που έβλεπε η ελληνική ιατρική κοινότητα.
Την ίδια εποχή θα γνωρίσει τη Νίκη Κουλέτση, την οποία θα παντρευτεί το 1938 και θα αποκτήσουν τελικά δύο παιδιά, τον Σωκράτη (1939) και την Αυγή-Πολυξένη (1944). Η σύζυγος θα λειτουργούσε πια ως γραμματέας του αλλά και παντοτινή συνοδοιπόρος στις περιπέτειες του άντρα της…
Δυο φορές αντιστασιακός
Έτσι μπήκε στον Πόλεμο ο Κόκκαλης, ως κορυφαίος χειρουργός, φωτισμένος ακαδημαϊκός και άοκνος πανεπιστημιακός δάσκαλος. Οι τέσσερις διεθνώς αναγνωρισμένες επιστημονικές εργασίες του εξάλλου τον κατέτασσαν στον προμαχώνα της ευρωπαϊκής ιατρικής έρευνας αιχμής και το όνομά του ήταν γνωστό στις επιστημονικές κοινότητες της Γηραιάς Ηπείρου.
Με την έκρηξη του Πολέμου του 1940, ο Κόκκαλης προσφέρει τις υπηρεσίες του στα στρατιωτικά νοσοκομεία της Αθήνας που υποδέχονται τους τραυματίες του Μετώπου. Δεν του αρκεί φυσικά αυτό, κι έτσι μεταβαίνει εθελοντικά τον Φεβρουάριο του 1941 στα Γιάννενα, ως σύμβουλος αρχίατρος στην Υγειονομική Υπηρεσία Βάσεως Ηπείρου, θέλοντας να υπηρετήσει την πατρίδα από την πρώτη γραμμή.
Όπως θυμούνταν οι συμπολεμιστές του, ο γιατρός πότε χειρουργούσε στα μετόπισθεν και πότε ερχόταν στην πρώτη γραμμή με το τουφέκι του. Την ίδια ώρα, αναπτύσσει και μια καινοτόμα μέθοδο για τη θεραπεία των κρυοπαγημάτων, η οποία θα σώσει πολλούς έλληνες στρατιώτες.
Η κατάρρευση του μετώπου τον Απρίλιο του 1941 θα τον βρει στα μετόπισθεν. Δεν θα συνεργαστεί φυσικά με τον κατακτητή, αρνούμενος να υπογράψει το «Πρωτόκολλο Συνεργασίας» των ιταλικών αρχών. Ο αντιστασιακός Κόκκαλης είχε μόλις γεννηθεί! Την ίδια στάση θα κρατήσει και στον αρχίατρο του γερμανού κατακτητή στην Αθήνα, που του πρότεινε να ιδρύσουν ένα γερμανο-ελληνικό νευροχειρουργικό κέντρο στο Νοσοκομείο «Άγιος Σάββας».
Η μήνη των ναζί ήταν λυσσαλέα, όπως θα ήταν και των ελληνικών δοσιλογικών κυβερνήσεων. Κι έτσι από τον Μάρτιο του 1942 αρχίζουν να τον ξηλώνουν από τις θέσεις ευθύνης και τα ιατρικά αξιώματά του. Ο Κόκκαλης όχι μόνο δεν κάθεται στα αβγά του, αλλά σπεύδει να υποστηρίξει τον καθηγητή Ιωάννη Κακριδή στην περιβόητη «Δίκη των τόνων» (Ιούνιος του 1942), θεωρώντας πως στο πρόσωπο του διωκόμενου συναδέλφου του απειλούνταν η ακαδημαϊκή ελευθερία, όση είχε επιζήσει τουλάχιστον από το μεταξικό πραξικόπημα και τη λογοκρισία του.
Ο Κόκκαλης, υπέρμαχος της προόδου, του εκσυγχρονισμού του τόπου και του δημοτισμικού, μπαίνει στη μαύρη λίστα των προδοτικών κυβερνήσεων και βλέπει να απολύεται από παντού «δι’ άρνησιν υπηρεσίας». Τότε ήταν (μέσα του 1943) που θα τον προσεγγίσει ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και θα τον εντάξει στη «Σοσιαλιστική Ένωση», αλλά και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος είχε υπάρξει ασθενής του γιατρού Κόκκαλη.
Μέσω αυτών των ανθρώπων θα συνδεθεί με το ΕΑΜ, καθώς τον κυνηγούσαν όλοι και οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες ήταν στο κατόπι του. «Ποτέ δεν με ενδιέφερε η πολιτική. Στο αριστερό κίνημα με ώθησαν τα βιώματά μου», θα πει εξάλλου ο ίδιος.
Ο Κανελλόπουλος τον καλεί από το Κάιρο να συμμετάσχει στην εξόριστη κυβέρνηση. Ο Κόκκαλης, ψάχνοντας τρόπους συνεργασίας με τους «κόκκινους» αντάρτες, προσπάθησε να διαφύγει στη Μέση Ανατολή τον Μάρτιο του 1944, αμέσως μετά τον εορτασμό της εθνικής μας επετείου.
Στην Αλεξάνδρεια δεν θα κατάφερνε βέβαια να φτάσει, κι έτσι θα βρεθεί σχεδόν μαγικά στις 2 Απριλίου στη Βίνιανη πλάι στους αγωνιστές του ΕΛΑΣ για να αναπνεύσει τον αέρα της ανταρτοκρατούμενης ελεύθερης Ελλάδας! Πλέον δεν είχε επιλογή, καθώς προμήθευε εδώ και πολύ καιρό τους αντιστασιακούς με ιατροφαρμακευτικό εξοπλισμό από τα μεγάλα κρατικά νοσοκομεία όπου εργαζόταν και οι ναζί τον κυνηγούσαν πια ανοιχτά.
Έτσι απλά απάντησε στον συνοδοιπόρο του Αλέξανδρο Σβώλο, διαπρεπή νομικό και πρόεδρο σύντομα της Κυβέρνησης του Βουνού, όταν του είπε πως «Εγώ θα ανεβώ στο βουνό»: «Κι εγώ μαζί σου», του απάντησε ο Κόκκαλης, όταν και θα μετατρεπόταν σε μια από τις πλέον πολυσχιδείς φυσιογνωμίες της αντίστασης.
Στον πρώτο λοιπόν ανασχηματισμό της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), στις 19 Απριλίου 1944, ο Πέτρος Κόκκαλης αναλαμβάνει τον θώκο του γραμματέα της Κοινωνικής Πρόνοιας (και προσωρινά και της Παιδείας). Ως αντίποινα, οι Γερμανοί συλλαμβάνουν τον πατέρα του, ο οποίος σε προχωρημένη ηλικία δεν θα αντέξει τα βασανιστήρια, την ίδια ώρα που η ετοιμόγεννη σύζυγός του φυγαδεύεται και γεννά τελικά την κόρη τους με ψευδώνυμο.
Αυτός ο γραμματέας ωστόσο της εξόριστης κυβέρνησης σηκώνει τα μανίκια και θέτει τα θαυματουργά του χέρια στην υπηρεσία τόσο των αγωνιστών όσο και του απλού λαού. «Αριστίνδην» κομμουνιστής έγινε τον Σεπτέμβριο του 1944, ακολουθώντας πια τις επιλογές του σοσιαλιστικού κινήματος.
Μετά την Απελευθέρωση, επιστρέφει στην ελεύθερη Αθήνα με το τελευταίο κλιμάκιο του ΕΑΜ τον Οκτώβριο του 1944. Τα Δεκεμβριανά θα τον βρουν στην Αθήνα, όπου εκ νέου κυνηγημένος θα διαφύγει στα Τρίκαλα και θα επιστρέψει στην πρωτεύουσα μόνο μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Βάρκιζας τον Φεβρουάριο του 1945.
Τώρα όμως είδε την πατρίδα του να του γυρνά πεισματικά την πλάτη. Στη συνέλευση των καθηγητών της Ιατρικής Σχολής της 13ης Ιανουαρίου 1945, είδε τους φίλους του καθηγητές που είχαν γράψει από κοινού τη «Χειρουργική» να ζητούν την άμεση απόλυσή του ως «κομμουνιστικό μίασμα», καθώς και τριών ακόμα καθηγητών που επέστρεψαν από τα βουνά, αφού «συμμετείχαν στο εθνοκτόνο κίνημα γενόμενοι αποστάτες της εθνικής ιδέας». Το υπουργείο έπαυσε τον Κόκκαλη και ο κρατικός μηχανισμός μεθόδευσε την απομάκρυνσή του από όλα τα πόστα του, όταν και η υγεία του άρχισε να κλονίζεται. Πλέον είχε σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης, έχοντας και δυο παιδιά να θρέψει. Στο ημερολόγιό του παρατηρεί πικρά (11 Απριλίου 1947): «Στη ζωή μου έκανα πολλά πράματα. Και καλά, και κακά. Δεν έχει σημασία που μας επαίνεσαν για τα κακά, και μας κατηγόρησαν για τα καλά».
Με τον εμφύλιο να μαίνεται, ο Κόκκαλης καταφεύγει στη Μασσαλία τον Μάιο του 1947, επανενώνεται αργότερα με την οικογένειά του (καθώς ο Ναπολέων Ζέρβας, ως υπουργός Δημόσιας Τάξης, τους είχε απαγορεύσει την έξοδο) και αναχωρούν τον Αύγουστο για το Βελιγράδι. Όταν η ραδιοφωνική συχνότητα της «Ελεύθερης Ελλάδας» αναγγέλλει στις 23 Δεκεμβρίου 1947 τον σχηματισμό της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ), ο Πέτρος Κόκκαλης αναλαμβάνει εκ νέου το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας. Ο επιφανής γιατρός είναι ο μόνος της παλιάς φρουράς της Κυβέρνησης του Βουνού του 1944 που έχει ενεργό ρόλο και στην ΠΔΚ.
Στην αντάρτικη κυβέρνηση θέτει και πάλι την ευαισθησία και τον ανθρωπισμό του σε δράση, στήνοντας αυτοσχέδια νοσοκομεία που μπορούν να περιθάλψουν πάνω από 1.000 ανθρώπους! Όσο η ήττα του αριστερού κινήματος διαφαινόταν όμως ολοένα και πιο καθαρά, ο ίδιος συνειδητοποιούσε πως ο τόπος αυτός δεν τον χωρούσε…
Αυτοεξορία και τελευταία χρόνια
Μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου, ο Κόκκαλης καταφεύγει (Αύγουστος του 1949) στην Ανατολική Ευρώπη. Πρώτος σταθμός η Βουδαπέστη, μετά το Βουκουρέστι και η Ανατολική Γερμανία τελικά τον Απρίλιο του 1955, το τελευταίο σπίτι του. Εκεί που θα γράψει νέες χρυσές σελίδες στην επιστήμη και τον ανθρωπισμό μέχρι και τον θάνατό του το 1962.
Γιατρός δεν θα ξαναγινόταν μέχρι να καταφτάσει οικογενειακώς στο Ανατολικό Βερολίνο το 1955, όταν ως μέλος του Παγκόσμιου Συμβουλίου της Ειρήνης (ήδη από το 1950) γνώρισε σε ένα συνέδριο στη Στοκχόλμη τον ανατολικογερμανό κομισάριο Παιδείας. Ο Κόκκαλης, με το τεράστιο ερευνητικό και κλινικό έργο στις πλάτες του, είχε τις περγαμηνές και την επιστημονική αξιοσύνη του να του ανοίγουν τις πόρτες.
Διορίστηκε αμέσως διευθυντής στο Ινστιτούτο Πειραματικής Χειρουργικής της Γερμανικής Ακαδημίας Επιστημών, το οποίο στεγαζόταν στο Δημοτικό Νοσοκομείο του Βερολίνου (το σημερινό Ινστιτούτο Πειραματικής Καρδιοχειρουργικής και Αγγειοχειρουργικής). Λίγο αργότερα, το 1957, διορίζεται καθηγητής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Χούμπολτ του Βερολίνου, όταν θα ξεκινήσει μια νέα καινοτόμα σειρά ιατρικών ερευνών, τώρα πειραματιζόμενος με μεταμοσχεύσεις οργάνων σε σκύλους!
Οι κορυφαίοι σοβιετικοί γιατροί έρχονταν τώρα στο Ανατολικό Βερολίνο του Κόκκαλη για να δουν και να συμβάλουν στην έρευνά του και οι νέες δημοσιεύσεις του κάνουν τον γύρο του κόσμου αντλώντας άφθονο θαυμασμό από τη διεθνή ιατρική κοινότητα. Περισσότεροι από 150 διακεκριμένοι επιστήμονες από όλο τον κόσμο τον επισκέφθηκαν για να ζήσουν από πρώτο χέρι τις περιβόητες μεταμοσχεύσεις εγκεφάλου που έκανε σε σκύλους.
Η απίστευτη δημοσιότητα που έλαβε η ιατρική του έρευνα χρησιμοποιούνταν μάλιστα ως δείγμα επιστημονικής υπεροχής της «κόκκινης» Ένωσης σε σύγκριση με την καπιταλιστική Δύση. Ο Κόκκαλης ήταν πια ένας αστέρας της ιατρικής διεθνούς βεληνεκούς, μόνο που έπαιρνε η Ανατολική Γερμανία όλες τις δάφνες. Γιατί στον τόπο του ήταν εχθρός. Μέχρι και την ιθαγένεια είχαν σπεύσει να του αφαιρέσουν.
Ακόμα και ο μάγος της καρδιοχειρουργικής Κρίστιαν Μπάρναρντ πάνω -και- σε ερευνητικά δεδομένα του Κόκκαλη πάτησε για την πρώτη επιτυχημένη μεταμόσχευση καρδιάς σε άνθρωπο το 1967.
Πέρα από το ταγμένο επιστημονικό του έργο, ο Κόκκαλης διατηρούσε στενές επαφές με την παγκόσμια διανόηση και την πολιτική, έχοντας στον στενό του κύκλο προσωπικότητες διεθνούς απήχησης. Ήταν ένας πολυσχιδής άνθρωπος και ένας οξυδερκής συνομιλητής την παρέα του οποίου απολάμβαναν όλοι.
Όταν έφυγε από τον κόσμο από έμφραγμα του μυοκαρδίου στις 15 Ιανουαρίου 1962 στο Ανατολικό Βερολίνο, το κενό που άφησε στην παγκόσμια ιατρική κοινότητα ήταν δυσαναπλήρωτο. Η σορός του μεταφέρθηκε τελικά στην Ελλάδα μετά κόπων και βασάνων και με προσωπική παρέμβαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή στις 29 Ιανουαρίου, ώστε να ενταφιαστεί στα χώματα της πατρίδας του, της Ελλάδας. Μιας κι αυτή δεν ήταν απλώς η τελευταία του επιθυμία, αλλά ο διακαής πόθος τόσων και τόσων ετών.
«Εδώ κείται ο μεγάλος νεκρός, φερμένος από τα ξένα…», αναφέρει η επιτύμβια επιγραφή, διά χειρός Γιάννη Ρίτσου. Ο Στρατής Τσίρκας εξομολογήθηκε άλλωστε ότι αυτό ήταν το ανοιχτό τραύμα του Πέτρου, που ζούσε μακριά από την Ελλάδα. Όταν τον συνάντησε τον Απρίλιο του 1957 στο Βερολίνο, στο Συνέδριο για τη Βυζαντινή και Νεοελληνική Λογοτεχνία, ο συγγραφέας του ευχήθηκε «Καλή πατρίδα οικογενειακώς», για να λάβει από τον Κόκκαλη την απάντηση: «Αμήν, αγαπητέ μου, με αυτή την ελπίδα ζούμε όλοι».
Χρόνια αργότερα, όταν ήρθε στο φως ο ογκωδέστατος φάκελος της Κρατικής Ασφάλειας για τον Πέτρο Κόκκαλη, όπου χαρακτηρίζεται «αναρχικός γιατρός», κομμουνιστής «ψευτο-υπουργός» και άλλα τέτοια υπέροχα, μάθαμε πως η κηδεία του μετατράπηκε σε νέο «φακέλωμα». Στο υπόμνημα του αστυνομικού διευθυντή Κωνσταντίνου Τασιγιώργου, διαβάζουμε: «Εις το αεροδρόμιον παρευρέθησαν βουλευταί της ΕΔΑ, τέως βουλευταί, στελέχη ταύτης, ο βουλευτής της Έ Κ Παπασπύρου Δημήτριος, ο ποιητής Ρίτσος Ιωάννης, οι ηθοποιοί Αλεξανδράκης Αλέξανδρος και Γεωργούλη Αλέκα, ο μουσικός Θεοδωράκης Μίκης και διάφοροι άλλοι κομμουνισταί ουχί πέραν των 80 έως 100 ατόμων».
Μετά την κηδεία στο Α’ Νεκροταφείο, διαβιβάστηκε στην Υπηρεσία Πληροφοριών της Κρατικής Ασφάλειας (31 Ιανουαρίου 1962) μια λίστα με 75 «δεδηλωμένους κομμουνιστές»…
Πηγή: newsbeast.gr