Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και ενώ η Σοβιετική
Ενωση πάλευε να επουλώσει τις πληγές και τις καταστροφές που άφησε πίσω
του, το πρώτο εργατικό κράτος σημείωνε ταυτόχρονα αλματώδη ανάπτυξη σε
όλους τους τομείς. Συγκριτικές μελέτες που διεξήχθησαν μεταξύ του 1955
και του 1961 ανέφεραν ότι η Σοβιετική Ενωση εκπαιδεύει δύο έως τρεις
φορές περισσότερους επιστήμονες ετησίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στις
4 Οκτώβρη 1957, τοποθετημένος στην κεφαλή ενός πυραύλου R-7, υψώνεται
πάνω από το κοσμοδρόμιο «Μπαϊκονούρ» του Καζακστάν ο πρώτος τεχνητός
δορυφόρος της Γης, ο «Σπούτνικ 1». Για πρώτη φορά, μια ανθρώπινη
κατασκευή είχε υπερνικήσει τη βαρύτητα. Για πρώτη φορά, η ΕΣΣΔ ξεκάθαρα
είχε νικήσει τις ΗΠΑ στον τεχνολογικό τομέα, στον οποίο την παρουσίαζαν
δήθεν καθυστερημένη. Η υπεροχή αυτή που επιδεικνύει η ΕΣΣΔ έναντι των
καπιταλιστικών κρατών προκαλεί στις ΗΠΑ το λεγόμενο «Σπούτνικ Σοκ», που
πέραν όλων των άλλων καταδεικνύει τη μορφωτική υστέρησή της σε σύγκριση
με την ΕΣΣΔ.Χαρακτηριστική του κλίματος που δημιουργήθηκε είναι η μελέτη με τίτλο «What Ivan Knows That Johnny Doesn't» («Τι γνωρίζει ο Ιβάν που δεν γνωρίζει ο Τζόνι») του Arthur S. Trace Jr, που πρωτοεκδόθηκε στη Νεα Υόρκη από τον οίκο «Random House», το 1961.
Ο Αρθουρ Τρέις, για την έρευνά του, μελέτησε τα βιβλία και τη διδακτέα ύλη που αξιοποιούνταν στα σοβιετικά σχολεία, έναν μεγάλο αριθμό συγγραμμάτων που χρησιμοποιούνταν στα αμερικανικά σχολεία, πολυάριθμες επίσημες έρευνες για τη σοβιετική και αμερικανική εκπαίδευση και τις σχετικές εκθέσεις για τα δύο εκπαιδευτικά συστήματα από την Αμερικανική Υπηρεσία Εκπαίδευσης.
Ηταν γνωστή η υπεροχή των σοβιετικών σχολείων στα Μαθηματικά και τις Φυσικές Επιστήμες
Στη θέα της τρομακτικής σημασίας της εκπαίδευσης στην πάλη μεταξύ σοβιετικών και αμερικανικών σχολείων, η διδασκαλία των Μαθηματικών και των βασικών επιστημών είναι κάτι περισσότερο από φοβερή. Οι εκπαιδευτικοί και οι σχολικοί διοικητές πρόθυμα παραδέχονται, όπως άλλωστε οφείλουν, ότι αυτή η τεράστια ανισότητα υπάρχει. Εχουν γίνει ορισμένες προσπάθειες προκειμένου να ενισχυθούν τα επιστημονικά και μαθηματικά προγράμματα, αλλά τα αποτελέσματα μέχρι στιγμής είναι ατελή.
Ωστόσο, οι Αμερικανοί εκπαιδευτικοί καθώς και ο λαός τείνουν να εφησυχάζουν στην πεποίθηση ότι τουλάχιστον στα αμερικανικά σχολεία τα υπόλοιπα βασικά μαθήματα, τα οποία συνήθως αναφέρονται ως ανθρωπιστικά - κυρίως η Λογοτεχνία και η Ιστορία - καθώς και τα μαθήματα που συνδέονται με αυτά, ευδοκιμούν, ενώ στη Σοβιετική Ενωση, όπως πιστεύουν, τα ανθρωπιστικά μαθήματα έρχονται σε αντίθεση με τα κομμουνιστικά ενδιαφέροντα και επιπροσθέτως καταστέλλονται στα σοβιετικά σχολεία. Αυτό το βιβλίο αποσκοπεί στην παρουσίαση μερικών στοιχείων τα οποία ευελπιστώ ότι θα καταρρίψουν αρκετά διεξοδικά αυτή την ψευδαίσθηση. Αποσκοπεί στο να αποδείξει ότι το αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα, ιδίως στα επίπεδα της στοιχειώδους εκπαίδευσης και του Γυμνασίου, απέχει τόσο πολύ από το να καταστεί προπύργιο των ανθρωπιστικών επιστημών, ώστε οι ανθρωπιστικές επιστήμες, στην πραγματικότητα, παραμελούνται με αισχρό και επικίνδυνο τρόπο. Επιπλέον, προτίθεται να δείξει ότι η σοβιετική εκπαίδευση, παρόλο που αξιοποιεί τις ανθρωπιστικές επιστήμες και τα μαθήματα που σχετίζονται άμεσα με αυτές για την κατήχηση του κομμουνισμού, παρέχει στους μαθητές της πολύ πιο ολοκληρωμένη προετοιμασία σε αυτά τα μαθήματα από ό,τι παρέχουν τα αμερικανικά σχολεία στους μαθητές τους.
Η βασική πληροφορία για ένα εκπαιδευτικό σύστημα είναι το πρόγραμμα σπουδών και τα βιβλία του
Ολες αυτές οι πληροφορίες, φυσικά, θα συμβάλουν κάπως στην κατανόηση του πόσο καλό ή κακό μπορεί να είναι ένα εκπαιδευτικό σύστημα. Αλλά τέτοιες πληροφορίες μπορεί να είναι παραπλανητικές, όχι μόνο γιατί τείνουν να είναι ιδιαιτέρως ιμπρεσιονιστικές, αλλά κι επειδή το σχολείο με το πιο καινούργιο κτίριο, την πιο ευρύχωρη βιβλιοθήκη, το πιο σύγχρονο γυμναστήριο, την πιο λαμπερή αίθουσα, τις πιο μικρές σε αριθμό τάξεις, τον πιο λαμπρό εξοπλισμό και το καλύτερο πρόγραμμα μεσημεριανού φαγητού, μπορεί κάλλιστα να είναι ένα σχολείο στο οποίο ελάχιστα προωθείται η μάθηση. Στην πραγματικότητα, υπάρχει μια ισχυρή τάση σε αυτή τη χώρα να υπολογίζουμε την ποιότητα ενός σχολείου εξετάζοντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τα παιδιά μαθαίνουν, παρά το τι μαθαίνουν.
Είναι δεδομένο ότι καμία από αυτές τις πληροφορίες δεν μπορεί να προσφέρει κάτι περισσότερο από ένα κλάσμα του τι χρειάζεται για να φτάσουμε σε μια ακριβή εκτίμηση της ποιότητας της εκπαίδευσης που ένα σχολείο προσφέρει. Μακράν η πιο σημαντική πληροφορία που θα βοηθήσει στον καθορισμό της ποιότητας της εκπαίδευσης οποιουδήποτε σχολείου ή σχολικού συστήματος, είναι αυτή για το πρόγραμμα σπουδών και τα βιβλία του. Το πρόγραμμα αναδεικνύει ποια μαθήματα μελετούνται, από ποιον και για πόσο χρονικό διάστημα, αλλά μια μελέτη του προγράμματος μόνο μπορεί να είναι επίσης παραπλανητική, ιδίως όσον αφορά τα αμερικανικά σχολεία. Οπως θα υποδείξει το συγκεκριμένο βιβλίο, ακόμη κι αν το πρόγραμμα σπουδών σε οποιοδήποτε τάξη αναφέρεται σε Λογοτεχνία ή Ανάγνωση ή Ιστορία, το ποσοστό Λογοτεχνίας, Ανάγνωσης ή Ιστορίας που διδάσκεται στην πραγματικότητα μπορεί συχνά να διαφέρει ελαφρά.
Τα βιβλία καθορίζουν τι και πώς θα διδάξει ο δάσκαλος
Οπουδήποτε
το πρόγραμμα σπουδών θεωρείται ικανοποιητικό, παραμένει το ζωτικής
σημασίας πρόβλημα της ποιότητας των βιβλίων, καθώς κανείς δεν τολμά να
υποτιμήσει τη σημασία των βιβλίων στη διαδικασία οποιουδήποτε βασικού
μαθήματος. Στην πραγματικότητα, σε τέτοια βασικά μαθήματα όπως η
Ανάγνωση, η Λογοτεχνία, η Ιστορία, η Γεωγραφία και τα Μαθηματικά, τα
βιβλία είναι ίσως η καρδιά του σχολικού συστήματος, καθώς ακόμη και ο
καλύτερος δάσκαλος περιορίζεται από την ποιότητα των κειμένων.
Οπτικοακουστικά βοηθήματα, συζητήσεις στην τάξη, η επίσκεψη σε διαλέξεις
και η ίδια η ικανότητα μετάδοσης του δασκάλου και η σοφία του
συμβάλλουν από κοινού σε διαφορετικό βαθμό στην εκπαίδευση των παιδιών
μας σε αυτά τα βασικά μαθήματα, αλλά τίποτα δεν συμβάλλει τόσο όσο τα
βιβλία τους, καθώς τα βιβλία είναι αυτά που πρωτίστως καθορίζουν την
οργάνωση και παρουσίαση του υλικού και την επιμέλεια με την οποία τα
βασικά μαθήματα μελετούνται. Επιπλέον, οι μαθητές συζητούν το υλικό των
βιβλίων στην τάξη, δέχονται ερωτήσεις για αυτό, λαμβάνουν εξετάσεις για
αυτό, οι εργασίες τους για το σπίτι βασίζονται συνήθως σε αυτό και
οτιδήποτε άλλο κάνουν, υπάρχει η απαίτηση να το κατέχουν.Ενα σχολικό βιβλίο είναι, στην πραγματικότητα, ένας τύραννος, διότι ένας δάσκαλος είναι αρκετά υποχρεωμένος να σχεδιάσει το μάθημα γύρω από αυτό, ιδιαίτερα στη διδασκαλία των βασικών μαθημάτων. Και εφόσον και στο μέλλον ακόμη και τα πιο ευφυή μηχανήματα διδασκαλίας δεν πρόκειται να αντικαταστήσουν τα βιβλία στα βασικά μαθήματα, είναι κάτι παραπάνω από πιθανό ότι τα σχολεία στο μέλλον, εάν πρόκειται για καλά σχολεία, θα πρέπει ακόμη να στηρίζονται στα βιβλία σε όλα τα εκπαιδευτικά επίπεδα.
Επιπροσθέτως, θα είναι έκδηλο το γεγονός ότι, εάν τα βιβλία ενός μαθητή είναι εξαιρετικά, θα μπορεί να λάβει μια εξαιρετική εκπαίδευση πράγματι, εάν έχει καλούς μαθητές και διαβάζει σκληρά, αλλά εάν τα βιβλία του είναι ελλιπή, η εκπαίδευσή του είναι αντίστοιχα προορισμένη να είναι ελλιπής, ανεξαρτήτως του πόσο εξαιρετικός μπορεί να είναι ο δάσκαλός του ή πόσο σκληρά διαβάζει. Ακόμα λιγότερη σημασία έχει εάν το σχολικό κτίριο έχει το τελευταίο σχέδιο της μόδας, εάν η αίθουσα είναι ευρύχωρη και ευήλια, ή εάν το γυμναστήριο είναι πλήρως εξοπλισμένο».
Εχει σημασία εδώ να σημειώσουμε ότι σήμερα, σχεδόν 60 χρόνια μετά την εποχή που δημοσιεύτηκε αυτή η μελέτη, η συζήτηση για την πρωτεύουσα ή δευτερεύουσα σημασία του βιβλίου συνεχίζεται στους αστικούς κύκλους. Η εμπειρία στη χώρα μας, με τα νέα βιβλία που μπήκαν στα σχολεία πριν από δέκα χρόνια, είναι χαρακτηριστική, καθώς έκανε τα βιβλία πολύ πιο φτωχά, στο όνομα της «ελκυστικότητας». Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια επανέρχεται ένας αστικός προβληματισμός για τη χρησιμότητα του έντυπου βιβλίου στην εποχή που υπάρχει το ηλεκτρονικό...
Το μόνο που χρειάζεται είναι αποφασιστικότητα και σκληρή δουλειά
Η
έρευνα του Αρθουρ Τρέις για το «τι διδάσκεται ο Ιβάν που δεν διδάσκεται
ο Τζόνι» είναι στην πραγματικότητα μια συγκριτική μελέτη μεταξύ της
σοβιετικής και αμερικανικής Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης
στα πεδία 1) της Ανάγνωσης, 2) της Λογοτεχνίας, 3) των ξένων γλωσσών, 4)
της Ιστορίας και 5) της Γεωγραφίας, μελέτη η οποία βασίζεται στα βιβλία
και στα αναλυτικά προγράμματα των μαθημάτων αυτών.Οπως περιγράφει σχετικά στην εισαγωγή του:
«Αυτές οι συγκρίσεις και τα συμπεράσματα που απαραιτήτως προκύπτουν από αυτές θα σοκάρουν αυτούς που δεν ήταν σε στενή επαφή με το τι συμβαίνει στα σχολεία μας τα τελευταία τριάντα χρόνια. Επιθυμώ, ωστόσο, να διευκρινίσω ότι ο σκοπός αυτού του βιβλίου δεν είναι να προτείνω ότι τα αμερικανικά σχολεία πρέπει να μιμούνται τα σοβιετικά σχολεία. Στην πραγματικότητα, τα επόμενα κεφάλαια θα εξυπηρετήσουν την ανάδειξη ορισμένων ιδιομορφιών της σοβιετικής εκπαίδευσης. Προτιμότερη είναι η ανάδειξη του ότι αυτά τα βασικά μαθήματα αντιπροσωπεύονται ελλιπώς στο αναλυτικό πρόγραμμα και τα βιβλία των αμερικανικών σχολείων, ακόμη κι όταν συγκρίνονται με το πρόγραμμα και τα μαθήματα των σχολείων στην κομμουνιστική χώρα. Το πόσο σοβαρά παραμελούν τα αμερικανικά σχολεία τις ανθρωπιστικές σπουδές μπορεί να αποδειχθεί ακόμα κι από μια σύγκριση μεταξύ του προγράμματος και των βιβλίων μας και των αντίστοιχων των σχολείων της Δυτικής Ευρώπης, αλλά κρίνεται πολύ πιο σημαντικό να αναδείξουμε ότι το πρόγραμμα και τα βιβλία των σχολείων μιας χώρας που κυβερνιέται από φιλοσοφία η οποία συνήθως θεωρείται ότι καταστέλλει τις ανθρωπιστικές σπουδές και ενισχύει την τεχνολογική εκπαίδευση, στην πραγματικότητα συμβάλλει σε πολύ πιο εξονυχιστική προετοιμασία στις ανθρωπιστικές σπουδές από ό,τι το αναλυτικό πρόγραμμα και τα βιβλία των αμερικανικών σχολείων. Με άλλα λόγια, αυτό το βιβλίο προτίθεται να αναδείξει ότι η κατάρτιση σε αυτά τα βασικά μαθήματα στα αμερικανικά σχολεία είναι ελλιπέστερη από κάθε πρότυπο. Αυτό δεν είναι ένα βιβλίο για τα σοβιετικά, αλλά και για τα αμερικανικά σχολεία», σημειώνει ο συγγραφέας, προσθέτοντας μάλιστα ότι το πιο ελκυστικό χαρακτηριστικό αυτών των προτάσεων στις οποίες καταλήγει είναι ότι μπορούν να εκτελεστούν χωρίς χρήματα:
«Το μόνο που χρειάζεται είναι λίγη αποφασιστικότητα και σκληρή δουλειά από τη μεριά των γονέων, των δασκάλων, των σχολικών διοικητικών στελεχών, των μελών της σχολικής μονάδας και όλων όσοι ενδιαφέρονται για τη βελτίωση της ποιότητας των σχολείων μας», λέει, δείχνοντας ότι αυτά είναι τα υλικά με τα οποία θριαμβεύουν τα σοβιετικά σχολεία.